Την Δευτέρα 23 Νοεμβρίου, ο Λουίτζι Μαντζιόνε, 26 ετών, ήταν αλυσοδεμένος στο εδώλιο του δικαστηρίου του Μανχάταν όταν έσκυψε προς ένα μικρόφωνο για να καταθέσει για την υπόθεση της δολοφονίας του CEO.
Ο εισαγγελέας του Μανχάταν του απήγγειλε επίσημα κατηγορίες την περασμένη εβδομάδα για πολλαπλές κατηγορίες δολοφονίας, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας ως τρομοκρατικής ενέργειας.
H πολιτειακή υπόθεση διεξάγεται παράλληλα με την ομοσπονδιακή δίωξή του, σύμφωνα με τον Guardian.
Η δολοφονία υπήρξε η αφορμή για πολλούς Αμερικάνους να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους για τις αμερικανικές ασφαλιστικές εταιρείες υγείας, των οποίων η διαρκής αναζήτηση κέρδους προκαλεί υπερτιμήσεις στις ιατρικές υπηρεσίες και τα φάρμακα, κάτι που οδηγεί σε αποκλεισμό των κατώτερων οικονομικών στρωμάτων από τη φροντίδα.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Μαντζιόνε μετατράπηκε σε σύμβολο του θυμού, της απογοήτευσης για τις αρνήσεις κάλυψης και τους τεράστιους ιατρικούς λογαριασμούς.
Έχει επίσης προκαλέσει σοκ στον επιχειρηματικό κόσμο, προκαλώντας αναστάτωση στα διευθυντικά στελέχη που λένε ότι έχουν δεχτεί αύξηση των απειλών.
Η αρχική εμφάνιση του Ματζιόνε στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο της πολιτείας της Νέας Υόρκης προηγήθηκε από τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς που άσκησαν τις δικές τους κατηγορίες για τους πυροβολισμούς.
Οι ομοσπονδιακές κατηγορίες μπορεί να επισύρουν την πιθανότητα θανατικής ποινής, ενώ η μέγιστη ποινή για τις κατηγορίες της πολιτείας είναι ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή.
Οι εισαγγελείς δήλωσαν ότι οι δύο υποθέσεις θα προχωρήσουν παράλληλα, με τις πολιτειακές κατηγορίες να αναμένεται να οδηγηθούν πρώτα σε δίκη.
Οι αρχές υποστηρίζουν ότι ο Μαντζιόνε πυροβόλησε θανάσιμα τον Μπράιαν Τόμσον καθώς πήγαινε σε συνέδριο επενδυτών στο κέντρο του Μανχάταν το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου.
Ο Μαντζιόνε συνελήφθη σε ένα McDonald’s της Πενσυλβάνια μετά από πενθήμερη έρευνα, έχοντας μαζί του ένα όπλο που ταίριαζε με αυτό που χρησιμοποιήθηκε στους πυροβολισμούς και μια πλαστή ταυτότητα, σύμφωνα με την αστυνομία.
Είχε επίσης μαζί του ένα σημειωματάριο που εξέφραζε εχθρότητα προς τον κλάδο των ασφαλίσεων υγείας και ιδιαίτερα προς τα πλούσια στελέχη, σύμφωνα με τους ομοσπονδιακούς εισαγγελείς.
Σε συνέντευξη Τύπου με την ανακοίνωση των πολιτειακών κατηγοριών την Τρίτη, ο εισαγγελέας του Μανχάταν, Άλβιν Μπραγκ, δήλωσε ότι η εφαρμογή του νόμου περί τρομοκρατίας αντανακλά τη σοβαρότητα μιας «τρομακτικής, καλά σχεδιασμένης, στοχευμένης δολοφονίας που είχε ως στόχο να προκαλέσει σοκ, προσοχή και εκφοβισμό».
«Με τους πιο βασικούς όρους, επρόκειτο για μια δολοφονία που είχε σκοπό να προκαλέσει τρόμο», πρόσθεσε.
«Και είδαμε ακριβώς αυτή την αντίδραση».
Η Κάρεν Φρίντμαν Ανιφίλο, δικηγόρος του Μαντζιόνε, κατηγόρησε τους ομοσπονδιακούς και πολιτειακούς εισαγγελείς ότι προωθούν αντικρουόμενες νομικές θεωρίες.
Στο ομοσπονδιακό δικαστήριο την περασμένη εβδομάδα, χαρακτήρισε την προσέγγισή τους «πολύ συγκεχυμένη» και «εξαιρετικά ασυνήθιστη».
Ο Μαντζιόνε εκδόθηκε από την Πενσυλβάνια την Πέμπτη και έσπευσε γρήγορα στη Νέα Υόρκη, όπου εθεάθη φορώντας την πορτοκαλί φόρμα της φυλακής καθώς τον οδηγούσαν από ένα ελικόπτερο βαριά οπλισμένοι αστυνομικοί και ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Έρικ Άνταμς.