Πηγαίνω στο θέατρο, συστηματικά, συνειδητά και κατ’ επιλογή από την προεφηβεία μου. Κι έχω περάσει όλα τα στάδια μιας ουσιαστικής σχέσης. Τον ενθουσιασμό της αρχής, το καταστάλαγμα στη θεατρική μαγεία, τη μοιραία απομάγευση που φέρνει, η επανάληψη, η προβολή του αυτονόητου ως πρωτοφανές, οι συγκρίσεις. Και η αλήθεια είναι ότι τον τελευταίο καιρό έχω βαρεθεί να βλέπω τα ίδια και τα ίδια. Καταπιεσμένοι ήρωες, οικογένειες που ξερνάνε στα γιορτινά τραπέζια τις παθογένειές τους, κλασικά έργα σμπαραλιασμένα από την άποψη του σκηνοθέτη, κείμενα που μοιάζουν περισσότερο με συρραφή τσιτάτων.
Λίγες μέρες πριν από τα Χριστούγεννα, είδα (επιτέλους!) το «Μια άλλη Θήβα» του Σέρχιο Μπλάνκο σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Μια παράσταση που παίζεται για τρίτη χρονιά, αφού ξεκίνησε από ένα θέατρο 130 θέσεων, συνέχισε σε αίθουσα 300 θεατών, έκανε περιοδεία με διπλές (και κατάμεστες) παραστάσεις στο ίδιο μέρος και τώρα παίζεται καθημερινά (από Δευτερότριτα άρχισε αλλά τίγκαρε) σε 560άρι θέατρο. Με δύο νέους ηθοποιούς (τον Δημήτρη Καπουράνη και τον Θάνο Λέκκα) και σκηνικό ένα «κλουβί» με μια μπασκέτα, έναν πάγκο και ένα τραπέζι. Χωρίς διαφήμιση, με δυναμική όμως τις εντυπώσεις του κοινού. Αλλη μια παράσταση σκεφτόμουν καθώς πήγαινα. Αυτό που είδα όμως ήταν μια άλλη παράσταση.
Το θέμα; Ενας συγγραφέας προσπαθεί να γράψει και να ανεβάσει στο θέατρο την ιστορία ενός νεαρού πατροκτόνου ο οποίος εκτίει ισόβια κάθειρξη. Μια σύμβαση δηλαδή ώστε να αναδειχθούν κλασικές δραματουργικές αναφορές. Μόνο που εδώ ισχύει το ότι σημασία δεν έχει τι γράφεις αλλά πώς το γράφεις – το ίδιο συμβαίνει και στη σκηνοθετική γραφή. Το μαγικό που συντελείται σε αυτήν την παράσταση είναι πως παρότι το θέμα είναι πολύ συγκεκριμένο, ο κάθε θεατής βρίσκει τη «γωνίτσα» του – ένα απόσπασμα, μια φράση, μία κίνηση, ένα βλέμμα – για να «κρεμάσει» εκεί τα δικά μου θέματα. Ενας φίλος το είδε ως μία ανατομία της σχέσης πατέρα και γιου, ένας άλλος ως μια διαδρομή στην αντρική ταυτότητα, ένας τρίτος ως μια λοξή ματιά στον ερωτισμό.
Τι είδα εγώ; Μια απελπισμένη αναζήτηση του «ανήκειν», της πιο ισχυρής «πατρίδας» του ανθρώπου. Αυτής που, τελικά, ενώνει τον διανοούμενο συγγραφέα με τον νεαρό βαρυποινίτη, ένα αντικοινωνικό αγρίμι με λεξιλόγιο μερικών δεκάδων λέξεων. Και αυτή η, έστω και ευκαιριακή, ανεύρεση του «ανήκειν» μεταμορφώνει το αγρίμι (για τον ρόλο αυτό ο Καπουράνης κέρδισε το βραβείο Χορν) έτσι ώστε στο τέλος της παράστασης να διαβάζει τον Οιδίποδα. Συνειδητοποίησα όμως και κάτι ακόμη. Η συγκίνηση (και θεωρώ όχι μόνο η θεατρική) έχει ανάγκη από έναν διαμεσολαβητή. Ο πατροκτόνος είναι ένα ξωτικό που σε συνεπαίρνει. Τη συγκίνηση όμως την προκαλεί το βλέμμα του παρατηρητή του, του συγγραφέα. Με αυτόν ταυτίζεσαι, με τα δικά του μικρά αδιέξοδα που «φωτίζονται» από το σπαρακτικό αδιέξοδο του ξωτικού, κάνοντάς το, τελικά, να φαντάζει ακόμη πιο σκοτεινό.
Στο τέλος της παράστασης έκλαιγα. Δεν ξέρω ακριβώς γιατί. Οπως έκλαιγαν και πολλοί άλλοι θεατές. Και στοιχηματίζω πως, αν τους ρωτούσα, ούτε αυτοί θα ήξεραν ακριβώς γιατί. Εχω όμως την εντύπωση ότι αυτό το «γιατί» θα ήταν διαφορετικό για τον καθένα. Αυτή είναι η μαγεία της Τέχνης.