Διαβάζω ότι ο σύρος πρωταθλητής ιππασίας Αντνάν Κασάρ φυλακίστηκε και βασανίστηκε οικτρά επί είκοσι ένα χρόνια από τον Ασαντ γιατί νίκησε τον αδελφό του Μπάσελ αλ Ασαντ σε ιππικούς αγώνες στη Λατάκια της Συρίας κατά τη δεκαετία του ’80. Τότε βασίλευε ακόμα ο πατήρ Ασαντ, Χαφέζ, ενώ ο γιος, που έχασε στους αγώνες, περίμενε να τον διαδεχτεί, οπότε την πλήρωσε ο σύρος πρωταθλητής που έπρεπε να κάνει την πάπια και να χάσει – αλλά είχε το θράσος να αγωνιστεί δίκαια οπότε τον βασάνιζαν, για ανταπόδοση, επί δύο δεκαετίες, μέχρι που προ μηνός μπήκαν οι ισλαμιστές στη Δαμασκό και τέλειωσε το πανηγύρι. Γέρος, πια, απελευθερώθηκε.
Στο μεταξύ, λίγα χρόνια αφότου ο διάδοχος έχασε στους ιππικούς αγώνες σκοτώθηκε (1994) σε τροχαίο, οπότε ήρθε η σειρά του αδερφού του, ψηλολαίμη Μπασάρ αλ Ασαντ που σπούδαζε οφθαλμίατρος στο Λονδίνο, να ανεβεί στην προεδρία. Αυτός γύρισε στη Συρία κι ανέλαβε μετά τον θάνατο του μπαμπά (2000), συνεχίζοντας με ακόμη μεγαλύτερη δολοφονική αναλγησία την οικογενειακή παράδοση. Μάλιστα, κάθε χρόνο, κατά τα γενέθλια του χαμένου αδερφού του, βασάνιζαν τελετουργικά τον φυλακισμένο στις διαβόητες φυλακές Sednaya και κάποτε πρωταθλητή ιππασίας Αντνάν Κασάρ. Το μένος της οικογένειας δεν παρήλθε ποτέ για τον αθλητή που είχε το θράσος να κερδίσει τον ζαχαρομαθημένο γιο και διάδοχο που, τελικώς και σαν από θεία δίκη, τον έφαγε η μαρμάγκα σε τροχαίο.
Και αυτά συμβαίνουν στη Συρία μεταξύ του 1980-2024. Αλλά, για δέστε τώρα, με πόση προφητικότητα ο Κ.Π. Καβάφης γράφει μιαν ανάλογη ιστορία που ξετυλίγεται την εποχή των επιγόνων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, στη Συρία των Σελευκιδών που επί τρεις αιώνες ελληνοκρατείται (όπως και επί Βυζαντίου και, ουσιαστικά, επί Ρωμαιοκρατίας) και κυβερνά, με πρωτεύουσα την περίφημη Αντιόχεια, ο Αλέξανδρος Α’ Βάλας. Αυτός ήταν μέγα κι επιδέξιο λαμόγιο: υποδυόμενος τον δήθεν γιο του βασιλέως Αντίοχου Δ’ του Επιφανούς κατόρθωσε, με τη βοήθεια άλλων ισχυρών επιγόνων, ιδίως του φαραώ της Αιγύπτου Πτολεμαίου του ΣΤ’ του Φιλομήτορος, να σφετεριστεί τον θρόνο της Συρίας και να στεφθεί βασιλιάς στην πανέμορφη και ένδοξη Αντιόχεια. Ο Πτολεμαίος μάλιστα του έδωσε για γυναίκα την κόρη του Κλεοπάτρα Θεά, με τη οποία ο Βάλας απέκτησε έναν γιο, αν και είχε αμφιρρέποντα ερωτικά γούστα (ήταν όμορφος και τρυφηλός) στην πόλη όπου η ελευθεριότητα και τα διαβόητα γλέντια ήταν ο κανόνας: «Ο περιλάλητος βίος της Αντιοχείας, ο ενήδονος, ο απόλυτα καλαίσθητος» – και δείτε πού κατάντησε σήμερα με τη σκοτεινή μουσουλμανίλα. Ομως, λίγα χρόνια μετά, ο Βάλας και ο Πτολεμαίος έφτασαν σε σύγκρουση ύστερα από μια απόπειρα δολοφονίας που σχεδίασε ο πρώτος κατά του φαραώ της Αιγύπτου. Οι Αντιοχείς εξεγέρθηκαν κατά του Βάλα. Η τελική μάχη (145 π.Χ.) δόθηκε κοντά στον ποταμό Οινοπάρα (σημερινό Αφρίν). Ο Βάλας ηττήθηκε και κατέφυγε στον πιο κοντινό Αραβα Ναβαταίο σεΐχη, ενώ ο Πτολεμαίος τραυματίστηκε βαριά στο κεφάλι. Τελικά ο σεΐχης δολοφόνησε τον Βάλα κι έστειλε το κομμένο κεφάλι του στον Πτολεμαίο, που το είδε περιχαρής και ξεψύχησε κι αυτός λίγο μετά.
Αυτά τα ωραία συνέβαιναν τότε στην ελληνοκρατούμενη Συρία και στην Αίγυπτο των Πτολεμαίων. Και σε αυτή την εποχή αναφέρεται το ποίημα του Καβάφη «Εύνοια του Αλεξάνδρου Βάλα», που θυμίζει την περιπέτεια του σύρου πρωταθλητή ιππασίας, δείχνοντας και τη διαφορά ηθών, την ανεκτικότητα της ελληνιστικής εποχής, την ανεξιθρησκία, σε σχέση με τη σύγχρονη βαρβαρότητα της οικογένειας Ασαντ και άλλων ομοθρήσκων του – ή και το αντίστροφο, αν ο ήρωας του ποιήματος το είχε ζητήσει απ’ τον Βάλα, που κατ’ εντολήν του θα έβγαζε κι εκείνος πρωταθλητή όποιον ήθελε. Γράφει ο Καβάφης:
Α, δεν συγχίζομαι που έσπασε μια ρόδα
του αμαξιού, και που έχασα μιαν αστεία νίκη.
Με τα καλά κρασιά και μες στα ωραία ρόδα
την νύχτα θα περάσω. Η Αντιόχεια με ανήκει.
Είμαι ο νέος ο πιο δοξαστός.
Του Βάλα είμ’ εγώ η αδυναμία, ο λατρευτός.
Αύριο, θα δεις, θα πουν πως ο αγών δεν έγινε σωστός.
(Μα αν ήμουν ακαλαίσθητος κι αν μυστικά το είχα προστάξει
θα ‘βγαζαν πρώτο, οι κόλακες, και το κουτσό μου αμάξι).
Είναι αποκαλυπτική η λέξη «ακαλαίσθητος». Μα «αν ήμουν ακαλαίσθητος» γράφει ο Καβάφης – κι εδώ, όντως, η εκλεπτυσμένη αισθητική της εποχής, ταυτίζεται με την ηθική και τη δικαιοσύνη. Αλλα χρόνια. Είκοσι αιώνες πριν. Δυνητικά, όμως, είναι πάντα ίδια η ισχύς της εξουσίας που μπορεί, αν θέλει, να επιβάλλει οτιδήποτε – ή σχεδόν. Η οικογένεια Ασαντ επέβαλε εκδικητικά το μένος της κατά ενός απλού πρωταθλητή ιππασίας που είχε την αναίδεια να νικήσει σε τίμιο αγώνα ένα μέλος της. Τελικά, όμως, ο Ασαντ, την πλήρωσε και αυτός, ως είθισται – γενικά, όποιος τα έβαλε με τους Αντιοχείς δεν γλίτωσε στο τέλος. Θυμηθείτε και την περίπτωση του Ιουλιανού του Παραβάτη που, αργότερα, συγκρούστηκε μαζί τους (έγραψε εναντίον των Αντιοχέων και τη σάτιρα «Μισοπώγων») και τελικά σκοτώθηκε (363 μ.Χ.) από ένα ακόντιο που δέχτηκε στην πλάτη το οποίο, κατά μια εκδοχή, εκσφενδονίστηκε από δικό του στρατιώτη.