Το «ΝΑΧΤΛΑΝΤ» («Nachtland», «Η γη της νύχτας», ο τόπος όπου κυριαρχεί το αιώνιο σκοτάδι) είναι ένα από τα έργα του σύγχρονου γερμανικού ρεπερτορίου, το οποίο υπογράφει ο συγγραφέας, δραματουργός και σταθερός συνεργάτης της Σαουμπίνε, Μάριους φον Μάγενμπουργκ («Ο άσχημος», «Η νύχτα, ο σκύλος και το μαχαίρι», «Ο μάρτυρας»). Πρόκειται για μία σάτιρα γύρω από τις σύγχρονες σχέσεις (ερωτικές, συγγενικές), το χρήμα, την τέχνη, τον φασισμό, την άνοδο της νέας Δεξιάς και τις αντιλήψεις που έχουμε καταχωνιασμένες βαθιά στο υποσυνείδητό μας. Στην πλοκή παρακολουθούμε δύο αδέλφια, τη Νίκολα και τον Φιλίπ, στη σημερινή Γερμανία. Κάποια στιγμή τσακώνονται καθώς καθαρίζουν το σπίτι του νεκρού πατέρα τους. Μόλις βρίσκουν έναν παλιό πίνακα στη σοφίτα με την υπογραφή του καλλιτέχνη «Α. Χίτλερ», τα πράγματα ζορίζουν… Η Νίκολα θέλει να τον πουλήσει, ο Φιλίπ θέλει να τον κρατήσει και η σύζυγός του Τζούντιθ θέλει να τον κάψει. Την παράσταση ανεβάζουν τα Αθηναϊκά Θέατρα στο θέατρο Αποθήκη, σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη, με τους Πέγκυ Τρικαλιώτη, Κάτια Γκουλιώνη, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιάννη Στεφόπουλο και Σπύρο Σταμούλη. Ο σκηνοθέτης μίλησε στο «Νσυν» για το ανέβασμα του έργου.
Η ολοένα και αυξανόμενη δύναμη που αποκτούν τα εθνικιστικά και συντηρητικά πολιτικά κόμματα δεν παρατηρείται μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες του κόσμου. Πέντε χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ιταλία, Φινλανδία, Σλοβακία, Ουγγαρία, Τσεχία) έχουν σκληρά δεξιά κόμματα στην κυβέρνηση ή στην αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ και σε άλλες χώρες (Σουηδία, Ολλανδία, Γαλλία) τα τελευταία χρόνια οι αντίστοιχες παρατάξεις παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Συνεπώς, ναι, το «ΝΑΧΤΛΑΝΤ» δεν περιορίζεται στην επικαιρότητα της Γερμανίας λόγω του γερμανού συγγραφέα του. Αφορά όλους τους ανθρώπους παγκοσμίως, καθώς ο φασισμός είναι ένας ιός που διασπείρεται από τόπο σε τόπο πιο γρήγορα και απ’ τον Covid! Μην ξεχνάμε ότι και στη χώρα μας είχαμε, μέχρι πριν από λίγα χρόνια, μια εγκληματική οργάνωση μέσα στη Βουλή. Ολοι μας ερχόμαστε σχεδόν καθημερινά αντιμέτωποι με φαινόμενα φασισμού και ρατσισμού.
Πολύ σοφά ο Μάγενμπουργκ έπλασε στο έργο του χαρακτήρες της διπλανής πόρτας. Και τα τέσσερα μέλη αυτής της οικογένειας, η Νίκολα, ο Φιλίπ, η Τζούντιθ και ο Φαμπιάν, είναι μικρομεσαίου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου, εργαζόμενοι, που παλεύουν να πάρουν ένα δάνειο μπας και καταφέρουν κάποια στιγμή να αποκτήσουν ένα δικό τους σπίτι. Η συγκεκριμένη επιλογή του συγγραφέα βοηθά τους θεατές να συνδεθούν πιο γρήγορα με τους ήρωες. Δεν διαχειρίζονται το θέμα του φασισμού και του ναζισμού κάποιοι πολιτικοί, αλλά κάποιοι απλοί ψηφοφόροι! Επίσης, χρονικά δεν είμαστε δα και τόσο μακριά από τις θηριωδίες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα απόνερα του Ολοκαυτώματος φτάνουν μέχρι τις μέρες μας και ο Χίτλερ αποτέλεσε μια προσωπικότητα που και μόνο με την αναφορά του ονόματός του επηρεάζει ακόμα όχι μόνο τους Ευρωπαίους, αλλά και όλους τους ανθρώπους παγκοσμίως.
Για να είμαι ειλικρινής, δεν μου αρέσει να μιλώ για «μήνυμα» στα έργα που σκηνοθετώ. Εμείς απλώς προσπαθούμε να πούμε μια ιστορία που μας συγκινεί με έναν καλλιτεχνικό τρόπο και να τη μοιραστούμε με το κοινό. Σκηνοθετικά βάζω στο επίκεντρο τρία θέματα: ναζισμός – τέχνη – χρήμα. Κι από εκεί και πέρα εξετάζω πώς αυτά τα τρία αλληλεπιδρούν και μπορούν να επηρεάσουν ανεπανόρθωτα τα μέλη μιας οικογένειας. Ο υποκριτικός κώδικας είναι ο ρεαλισμός, αλλά το εικαστικό περιβάλλον της παράστασης δεν είναι ρεαλιστικό. Αυτή η αντίθεση είναι χρήσιμη ώστε να εστιάσει ο θεατής στο κείμενο και στην ουσία των σχέσεων. Σκηνογραφικά οι ηθοποιοί παίζουν στο πίσω μέρος μιας τεράστιας παλιάς κορνίζας, ενώ έχουν μπροστά τους έναν μικρό πίνακα του Χίτλερ. Οταν συνομιλούν, βρίσκονται σε ένα αυστηρό πλαίσιο στο κέντρο της σκηνής, αλλά αυτή η συνθήκη «σπάει» όταν ένας χαρακτήρας επιλέγει να απευθυνθεί απευθείας στο κοινό, οπότε βγαίνει εκτός πλαισίου και μιλάει σ’ ένα μικρόφωνο, κοιτώντας τους θεατές στα μάτια. Η συγκεκριμένη πρακτική θυμίζει πολύ την τεχνοτροπία του Μπρεχτ και το θέατρο της Σαουμπίνε, όπου μεγαλουργεί ο Μάγενμπουργκ εδώ και αρκετά χρόνια ως βασικός συνεργάτης του Τόμας Οστερμάιερ.
Ολοι οι χαρακτήρες του «ΝΑΧΤΛΑΝΤ» είναι ανθρώπινοι, απ’ τη στιγμή που δεν είναι μονοδιάστατοι και έχουν τόσο θετική όσο και αρνητική πλευρά. Δεν υπάρχει καλός / κακός ή κάποιος που έχει μόνο δίκιο ή μόνο άδικο. Θα έλεγα ότι είναι τραγικά πρόσωπα που πάσχουν και βασανίζονται από τις ανικανοποίητες ανάγκες τους. Σε κάθε παράσταση στόχος μου είναι να αγαπήσει ο κάθε ηθοποιός τον ρόλο που υποδύεται και στο τέλος ο θεατής να θέλει να πάρει μια αγκαλιά τους ήρωες. Αυτό δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι θα τους συμπαθήσει. Ισα ίσα… Οταν νιώθεις την ανάγκη ν’ αγκαλιάσεις έναν ήρωα που πάσχει, εκείνη τη στιγμή θες ν’ αγκαλιάσεις μια τραυματισμένη πλευρά του εαυτού σου.
Πώς δουλέψατε με τους ηθοποιούς ώστε οι διάλογοι να ακούγονται φυσικοί, όπως είναι και στο θεατρικό έργο του Μάγενμπουργκ;
Εστιάσαμε πολύ στον λόγο και στο κείμενο, καθώς ήθελα αυτό να είναι ο πρωταγωνιστής της παράστασης. Συνδεθήκαμε με το χιούμορ του συγγραφέα (το οποίο ευτυχώς είναι άφθονο) και κάναμε τις συνδέσεις μας με το σήμερα. Κατά τη διάρκεια των προβών μας έφεραν όλοι παράλληλο υλικό που σχετίζεται με το θέμα του έργου, είτε απ’ την επικαιρότητα (κυρίως του πολέμου ανάμεσα στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη) είτε απ’ τη δραστηριότητα των Ναζί στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Επίσης, δουλέψαμε αρκετά με τις δυναμικές στον χώρο και τις απότομες αλλαγές απεύθυνσης.
Πάντα ήταν, είναι και θα είναι γόνιμη περίοδος για να δημιουργούνται πολιτική σάτιρα και πολιτικό θέατρο. Στο κάτω κάτω, όλα είναι πολιτικά στην κοινωνία που ζούμε. Ο Μάνος Χατζιδάκις, μάλιστα, πίστευε ότι ακόμα κι ο έρωτας είναι με έναν τρόπο μια πολιτική πράξη, μια θέση στα πράγματα που βιώνουμε. Απλώς σίγουρα όταν οι κρίσεις γιγαντώνονται, οι καλλιτεχνικές φωνές που μπορούν να εναντιωθούν σε επικίνδυνα φαινόμενα, όπως ο φασισμός, είναι περισσότερο χρήσιμες από ποτέ.
Δεν μπορώ να σας απαντήσω ξεκάθαρα, διότι επιλέγω τα έργα με βάση τη συναισθηματική κατάσταση που βρίσκομαι εκείνη τη στιγμή. Τα πράγματα που με συγκινούν και με προβληματίζουν δεν είναι σταθερά ίδια και αλλάζουν, όπως αλλάζουμε κι εμείς οι ίδιοι. Αυτήν τη στιγμή θα επέλεγα ένα έργο του Οργουελ, καθώς τελευταία μελετάω συχνά τις θεματικές του για προσωπική μου απόλαυση και είναι ένας συγγραφέας που δεν έχω αγγίξει καθόλου σκηνοθετικά και πάντα με ενδιαφέρουν οι νέες προκλήσεις – συναντήσεις.