«Πίσω από όλα αυτά κρύβεται η ισραηλινή αλαζονεία· η ιδέα ότι μπορούμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε, ότι δεν θα πληρώσουμε ποτέ το τίμημα και δεν θα τιμωρηθούμε για αυτό. Θα συνεχίσουμε ανενόχλητοι». Με αυτόν τον τρόπο ξεκινούσε ο ισραηλινός δημοσιογράφος Γκίντεον Λεβί το πρώτο άρθρο που έγραψε μετά τις επιθέσεις της 7ης Οκτωβρίου 2023, θέλοντας να υπογραμμίσει ότι εάν κανείς θέλει να κατανοήσει τα γεγονότα θα πρέπει να δει μια ολόκληρη ιστορία που στο κέντρο της έχει τη συστηματική άρνηση να αναγνωριστεί ότι οι Παλαιστίνιοι έχουν ένα δικαίωμα σε μια ύπαρξη με πλήρη δικαιώματα, εγγυημένα από μια αντίστοιχη κρατική συγκρότηση.
Ο Λεβί δεν ξεκίνησε να γράφει για τη Γάζα και το Παλαιστινιακό το 2023. Εδώ και δεκαετίες ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Haaretz» είναι από τις πιο κριτικές φωνές του Ισραήλ, αυτές που υποστηρίζουν ότι μπορούν να συνυπάρξουν με πλήρη δικαιώματα όλοι οι άνθρωποι που κατοικούν από τη Μεσόγειο Θάλασσα έως τον Ιορδάνη ποταμό. Στο βιβλίο του «The Punishment of Gaza», που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Verso, συμπεριέλαβε κείμενα που εξηγούσαν πώς φτάσαμε στην εισβολή των ισραηλινών ενόπλων δυνάμεων στη Γάζα το 2009 αλλά και παρουσίαζαν τις επιπτώσεις του αποκλεισμού της. Τώρα κυκλοφόρησε ένα νέο βιβλίο του, αυτή τη φορά με τίτλο «Killing Gaza» («Σκοτώνοντας τη Γάζα»), πάλι από τις εκδόσεις Verso, που συγκεντρώνει τα άρθρα του από το 2014 έως και το 2024. Κείμενα που αποτυπώνουν την κάθοδο στην άβυσσο ενός πολέμου που για τη Λωρίδα της Γάζας μέχρι τώρα έχει οδηγήσει σε σχεδόν 42.000 νεκρούς.
Ο Λεβί υπογραμμίζει πόσο απομονωμένος αισθάνεται σήμερα στο Ισραήλ. Πίστευε ότι η αντίδραση του Ισραήλ θα περιοριζόταν σε μια τιμωρητική απάντηση και ότι η πολεμική εμπλοκή κάποια στιγμή θα σταματούσε υπό το βάρος μιας κοινής γνώμης που σταδιακά θα μετατοπιζόταν. Ομως, αυτή τη φορά τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο πόλεμος έχει συνεχιστεί πολύ πέρα από την όποια «απάντηση» και η υποστήριξη εντός Ισραήλ στην πολεμική επιχείρηση δεν έχει υποχωρήσει, με αποτέλεσμα να νομιμοποιούνται ακόμη και δηλώσεις όπως αυτή ενός πρώην μέλους του ισραηλινού Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας που υποστήριξε ότι η λύση είναι να εξαπλωθούν επιδημίες στη Γάζα.
Παρότι αποτελείται από δημοσιογραφικά κείμενα, το βιβλίο του Λεβί βοηθά να κατανοήσουμε πώς φτάσαμε εδώ. Ο Λεβί δεν έχει καμία συμπάθεια για τη Χαμάς και σημειώνει πως και αυτή έχει διαπράξει εγκλήματα πολέμου, όμως θέλει να υπογραμμίσει ότι ήταν οι ισραηλινές κυβερνήσεις με πρωταγωνιστή τον Μπενιαμίν Νετανιάχου που ακύρωσαν υπαρκτές δυνατότητες για μια ειρηνευτική διαδικασία, προκρίνοντας τη συστηματική βία εις βάρος του πληθυσμού στη Γάζα.
Ετσι μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι το ζήτημα με τη Γάζα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί πρωτίστως υπό το πρίσμα μιας απειλής για την ασφάλεια του Ισραήλ ή ενός «δικαιώματος στην άμυνα». Αντιθέτως, η εικόνα που αναδεικνύεται είναι η συστηματική υπονόμευση, πρωτίστως από τους παράνομους εποικισμούς, της δυνατότητας να υπάρξει παλαιστινιακό κράτος, ο αποκλεισμός της Γάζας μέσα από την άρνηση λύσεων όπως ένα κανονικό λιμάνι και βεβαίως οι αλλεπάλληλοι βομβαρδισμοί, οι εισβολές και οι πολεμικές επιχειρήσεις.
Ο Λεβί δεν μένει μόνο στη μεγάλη εικόνα. Γνωρίζει τη Γάζα, στην οποία δεν μπόρεσε να ξαναπάει από την επιβολή του αποκλεισμού και μετά, γνωρίζει ανθρώπους. Ο πόλεμος δεν είναι για αυτόν μια «εικόνα», είναι αλλεπάλληλες ιστορίες ανθρώπων: ένας παλαιστίνιος φωτογράφος που βρέθηκε σε αναπηρικό αμαξίδιο αφού πυροβολήθηκε από ισραηλινό ελεύθερο σκοπευτή. Μικρά παιδιά που σκοτώθηκαν στους βομβαρδισμούς επειδή, όπως σημειώνει με οδυνηρή ειρωνεία, προφανώς θεωρήθηκαν ότι αποτελούν μέλη «τρομοκρατικών οργανώσεων», άνθρωποι που βρέθηκαν να χάνουν ολόκληρη την οικογένειά τους, τις «τέσσερις κουκκίδες» των αμάχων που σκοτώθηκαν από ένα drone που ταυτόχρονα κατέγραφε το έγκλημα. Με τον ίδιο τρόπο στέκεται και στις ιστορίες των θυμάτων της 7ης Οκτωβρίου και στις εικόνες που είδε τότε.
Οσο προχωράει ο πόλεμος μπορεί κανείς να διακρίνει μια αίσθηση απελπισίας στον Λεβί. Βλέπει τη συμπόρευση της κοινωνίας με τις πολεμικές επιχειρήσεις, την άρνηση να σκεφτούν τι υφίστανται οι Παλαιστίνιοι, την αδιαφορία για τις επιπτώσεις που έχουν οι βομβαρδισμοί, την αφωνία της ισραηλινής Αριστεράς, τη μαζική καταδίκη από τα μέλη της Κνέσετ των αποφάσεων του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου, παρότι επιμένει ότι η συμμόρφωση με αυτές είναι ίσως η μόνη διέξοδος για το Ισραήλ. Επισημαίνει, παράλληλα, ότι ενδεχόμενη επίθεση του Ιράν θα είναι αποτέλεσμα επιλογών όπως η δολοφονία ανώτατων ιρανών αξιωματικών από το Ισραήλ. Πάνω από όλα φοβάται ότι αυτή η νομιμοποίηση του κακού θα μείνει ως κληρονομιά στο Ισραήλ για πολύ καιρό αφού τελειώσει ο πόλεμος.
Υπάρχει μια διέξοδος από αυτή την αδιάκοπη βία, ιδίως από τη στιγμή που υπονομεύτηκε κάθε δυνατότητα παλαιστινιακού κράτους; «Αυτό που απομένει, ωστόσο, είναι η δυνατότητα ενός ενιαίου κράτους. Στην πραγματικότητα, έχουμε ένα ενιαίο κράτος από το 1967. Δύο λαοί ίσοι σε πληθυσμό ζουν ανάμεσα στον Ιορδάνη ποταμό και τη θάλασσα. Το πρόβλημα είναι ότι το καθεστώς του ενός κράτους που ισχύει τώρα είναι ένα καθεστώς απαρτχάιντ, στο οποίο οι Εβραίοι έχουν όλα τα δικαιώματα και οι Παλαιστίνιοι κανένα. Αυτό που απομένει είναι να αλλάξει το καθεστώς. Δύο επιλογές παραμένουν: δημοκρατία μεταξύ Ιορδάνη και Μεσογείου ή απαρτχάιντ μεταξύ Ιορδάνη και Μεσογείου. Δεν γνωρίζω καμία άλλη πρακτική δυνατότητα».
Τι είναι μια γενοκτονία;
Ως προς το εάν πρόκειται για γενοκτονία ο Λεβί απαντά θέτοντας ένα ερώτημα: «Πώς ονομάζετε τις μαζικές δολοφονίες, οι οποίες συνεχίζονται (…) χωρίς διακρίσεις, χωρίς περιορισμό, σε μια κλίμακα που είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς; Πώς να ονομάσεις τα ετοιμοθάνατα παιδιά στα πατώματα των νοσοκομείων, μερικά από τα οποία δεν έχουν κανέναν άλλο στον κόσμο, και τους πεινασμένους ηλικιωμένους πολίτες που τρέχουν να σωθούν από την αδιάκοπη απειλή των βομβών παντού;».