Ο πατέρας μου – ο οποίος πήγε, ως τελειόφοιτος εύελπις, στον πόλεμο στην Αλβανία πριν κλείσει τα είκοσί του χρόνια – δεν διηγείτο ιστορίες από το μέτωπο. Μόνο ένα περιστατικό ανέφερε, που είχε όμως σχέση με τη λειτουργία της ανθρώπινης ψυχής ακόμη και σε εκείνο το «τοπίο». Ηταν ύστερα από μία νικηφόρα, για τον ελληνικό στρατό, μάχη – δεν ξέρω πού ακριβώς. Προελαύνοντας, επικεφαλής των ανδρών του, στην περιοχή που κατείχε πριν ο ιταλικός στρατός, συνάντησαν έναν ιταλό στρατιώτη ρημαγμένο – από χειροβομβίδα να υποθέσω; Δεν είχε χέρια, δεν είχε πόδια, δεν είχε τίποτα. Ενα υπόλειμμα ανθρώπου που όμως ακόμη ζούσε. Για πόσο; Για λίγα λεπτά μέσα σε φρικτούς, μαρτυρικούς πόνους. Για εκείνον ο όσο το δυνατόν πιο σύντομος θάνατος θα ήταν μία λύτρωση. Και γι’ αυτό παρακαλούσε τους έλληνες στρατιώτες να του ρίξουν μία σφαίρα.
Ελεγε λοιπόν ο πατέρας μου ότι σήκωσε το όπλο του για να ρίξει αυτήν τη σφαίρα, αλλά δεν μπόρεσε. Εκείνος που πριν από λίγη ώρα πολεμούσε, δεν άντεχε να σκοτώσει έναν άνθρωπο εν ψυχρώ, έναν άνθρωπο που, ούτως ή άλλως, θα ξεψυχούσε σε λίγα λεπτά. Εκανε νόημα σε αυτόν που ήταν πίσω του, αλλά ούτε εκείνος μπόρεσε. Οπως και κανείς από τους επόμενους. Αντρες που πριν πυροβολούσαν στα τυφλά, που από το δικό τους το χέρι ήταν η ριπή ή ό,τι άλλο έκανε τον Ιταλό έτσι όπως τον έκανε, δεν βάσταγαν να ρίξουν τη χαριστική βολή (αν θυμάμαι καλά, ο άνθρωπος εν τω μεταξύ ξεψύχησε). Διότι ο πόλεμος μπορεί και να είναι στη φύση του ανθρώπου, η εν ψυχρώ δολοφονία όμως τον βγάζει έξω από την ανθρώπινη τροχιά του.
Αυτό το περιστατικό σκέφτομαι κάθε φορά που ακούω για κάποιον που τράβηξε σκανδάλη κοιτώντας το θύμα του στα μάτια. Οπως, για παράδειγμα ο Κουφοντίνας που δολοφόνησε έτσι τον αστυφύλακα Χρήστο Μάντη. Αυτό ήρθε στο μυαλό μου – πολλαπλασιασμένο στη νιοστή της φρίκης – και πριν από έναν χρόνο, εκείνη την ημέρα της «σφαγής των αμνών». Οταν οι τρομοκράτες της Χαμάς εισέβαλαν σε ένα φεστιβάλ για την ειρήνη και το έκαναν σφαγείο. Οταν μπούκαραν μέσα σε σπίτια πολιτών και μακέλεψαν οικογένειες όχι απλώς κοιτώντας στα μάτια τα θύματά τους αλλά επινοώντας βασανιστικούς θανάτους με κτηνώδη έμπνευση από το Ολοκαύτωμα – τα σχετικά βίντεο δεν είναι μόνο ότι δύσκολα αντέχεις να τα δεις, είναι εξίσου δύσκολο να τα περιγράψεις ή να ακούσεις να σου τα περιγράφουν. Τα ημίγυμνα κορμιά στα φορτηγά των χαμασιτών, οι γυναίκες που περιέφεραν, ως τρόπαια, με τα σημάδια του βιασμού, η ομηρεία ακόμη και μωρών είναι όλα αυτά που μας βγάζουν έξω από την ανθρώπινη τροχιά μας.
Ναι, ακολούθησε ένας πόλεμος με επίσης θύματα αμάχους και παιδιά. Και δεν υπάρχουν περισσότερο ή λιγότερο δίκαιοι πόλεμοι. Ολοι είναι άδικοι. Μόνο που αν θέλει δύο το τανγκό, άλλους τόσους θέλει κι ο πόλεμος. Και οι φίλοι μου που υποστηρίζουν, και καλά κάνουν, την Παλαιστίνη βλέπουν μόνο έναν. Το Ισραήλ. Και σβήνουν από τη συνείδησή τους την 7η Οκτωβρίου. Αλλά σε αυτήν την περίπτωση, αν αποδώσεις την κοινοτοπία του κακού στη μία μόνο πλευρά, είναι σαν να το υιοθετείς. Και να το επαυξάνεις.
Την περασμένη εβδομάδα, χαμασίτες τρομοκράτες σκότωσαν εν ψυχρώ στο Ισραήλ τον 26χρονο Ελληνοϊσραηλινό Ιωνά Καρούση. Και η Παλαιστινιακή Κοινότητα της Ελλάδας έβγαλε ανακοίνωση με την οποία ναι μεν λυπόταν για το θύμα αλλά σαν να έδινε δικαιολογία και συγχωροχάρτι στους δολοφόνους του διότι ο Ιωνάς είχε υπηρετήσει στον ισραηλινό στρατό. Χρειάστηκε να εξηγήσει ο πατέρας του τις συνθήκες στράτευσης του παιδιού του, να πει πως ο ίδιος, ως γιατρός, έχει περιθάλψει πολλούς Παλαιστίνιους, για να αποσυρθεί η ανακοίνωση «αφού δόθηκαν εξηγήσεις».
Δεν κατάλαβα από πότε πρέπει να δίνουμε εξηγήσεις σε αυτήν την Κοινότητα – την ίδια που απαιτούσε να μην εμφανιστεί ισραηλινή μουσικός στη συναυλία της Ρεμπούτσικα. Δεν ήξερα ότι το πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων επέστρεψε στη χώρα μας μέσω Παλαιστινίων.
Οι άλλοι μουσικοί που συμμετείχαν, όμως, απαίτησαν να μην εμφανιστεί διότι είχε αναρτήσει τη σημαία
του Ισραήλ. Και η απαίτησή τους έγινε δεκτή. Αν δεν είναι αυτό φασισμός, τότε τι είναι;