Οι εσωκομματικές κάλπες που θα στηθούν αύριο είναι οι έβδομες για το ΠΑΣΟΚ – συμπεριλαμβανομένων κι εκείνων του ενιαίου φορέα της Κεντροαριστεράς το 2017. Η ΝΔ έχει ακολουθήσει το παράδειγμα του προαιώνιου αντιπάλου της δύο φορές, το 2009 και το 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε να αντιγράψει τη συνήθεια των εκπροσώπων του ορίτζιναλ δικομματισμού μόλις το 2022, αλλά μετρά ήδη δύο εκλογές αρχηγού από τη βάση κι έχει μπει στην προεκλογική περίοδο της τρίτης. Αυτή η ανοιχτή διαδικασία επιλογής του προσώπου το οποίο ενσαρκώνει το κομματικό brand μετρά πια είκοσι χρόνια στην Ελλάδα. Οπότε, επαγγελματίες της πολιτικής, αναλυτές και δημοσκόποι έχουν σήμερα την εμπειρία για να φτιάξουν μια λίστα με τα υπέρ και τα κατά της.
Τα περισσότερα στελέχη των τριών ελληνικών κομμάτων που καλούν μέλη και φίλους να αποφανθούν ποιος θα ηγηθεί της προσπάθειάς τους δεν θα τολμούσαν ποτέ να εισηγηθούν ον δε ρέκορντ την επιστροφή στην ανάδειξη του προέδρου τους από το ανώτατο κομματικό όργανο. Οι λόγοι είναι αρκετοί και διαβάζονται κι από την ανάποδη – εκλαμβάνονται, δηλαδή, και ως πλεονεκτήματα του τρόπου που έχει πλέον καθιερωθεί.
Η ιδέα να αναθέσουν ξανά τα κόμματα στα συνέδρια το καθήκον (που είναι ταυτόχρονα και προνόμιο) της εκλογής ηγεσίας θα καδραριζόταν σαν μια απόπειρα των μηχανισμών τους να ανακτήσουν τον ρόλο που τους στέρησε η προσφυγή στην ετυμηγορία της βάσης τους. Γιατί η τελευταία διαφημίζεται από το 2004 ως απόδειξη της πίστης των πολιτικών δυνάμεων που την υιοθέτησαν στη συμμετοχική δημοκρατία. Οποιοι έχουν εκφράσει ενστάσεις – όπως, η Ομπρέλα προ διετίας – έχουν κατηγορηθεί για ελιτισμό, αφού έδωσαν την εντύπωση ότι ανησυχούν για το αν ένα εκλεκτορικό σώμα αποτελούμενο από τους «πολλούς» θα έχει το «σωστό» κριτήριο. Ενας επιπλέον φόβος που έχει κατατεθεί σε συριζαϊκό συνεδριακό διάλογο, πολύ πριν εμφανιστεί ένας λαμπερός άγνωστος να διεκδικήσει τον αριστερό προεδρικό θώκο, ήταν πως οι εσωκομματικές διεργασίες θα γίνονται με όρους σταρ σίστεμ.
Για στελέχη που έχουν γράψει πολλά χιλιόμετρα σε προεκλογικούς δρόμους, το μοντέλο εσωκομματικής δημοκρατίας που εισήγαγε ο Γιώργος Παπανδρέου έχει ένα επιπλέον θετικό: το μέγεθος της συμμετοχής υποδηλώνει το ενδιαφέρον των πολιτών για το κόμμα. Η μεγάλη προσέλευση, εξηγούν, του προσφέρει μια δυναμική η οποία ενδέχεται τελικά να επηρεάσει τους αναποφάσιστους των εθνικών εκλογών. Βέβαια, υπάρχει πάντα το ρίσκο του μικρού αριθμού ψηφισάντων. Σε αυτή την περίπτωση γίνεται προφανές πως τα κομματικά πράγματα – άρα, και το ίδιο το κόμμα – αφορούν ελάχιστους.
Πάντως, σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες παλιοί κοινοβουλευτικοί παρουσιάζουν τα πλεονεκτήματα του παραδοσιακού τρόπου – της ψήφου των συνέδρων – προτάσσοντας στην ουσία τα ελαττώματα του νέου. Ενας έμπειρος πολιτικός αναλυτής συνοψίζει όσα λένε σε ένα όνομα: «Κασσελάκης». Στη δική του ανάγνωση, τα συριζαϊκά γεγονότα του τελευταίου χρόνου είναι το καλύτερο επιχείρημα όποιων αμφιβάλλουν για το κατά πόσο ωφελεί τα κόμματα μια ψηφοφορία στην οποία έχουν λόγο ακόμη και πολίτες που δεν έχουν καμία οργανική σχέση μαζί τους.
Σύμφωνα με την παραπάνω πηγή, το μεγαλύτερο ντεσαβαντάζ της ανάδειξης από μέλη και φίλους είναι το ορθάνοιχτο ως και τη μέρα του πρώτου γύρου μητρώο μελών και φίλων. Oχι μόνο επειδή κανείς δεν γνωρίζει ποιο είναι το εκλογικό σώμα, αλλά και γιατί εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος της παραμόρφωσης της πολιτικής ταυτότητας του κόμματος. «Η πράξη έχει δείξει πως πάνε και ψηφοφόροι άλλων κομμάτων στα εκλογικά τμήματα» αναφέρει. Ο αντίλογος υποστηρίζει ότι μέσω των εσωκομματικών παραβάν τα κόμματα ανοίγονται στην κοινωνία και έχουν μια ευκαιρία να διευρύνουν τη βάση τους. Οι επιφυλακτικοί, ωστόσο, επιμένουν ότι «όποιος γράφεται μέλος την ημέρα των εκλογών σπάνια αποκτά δέσιμο με το κόμμα».
Παράλληλα, «η εμπειρία των μέχρι τώρα αναμετρήσεων επιβεβαιώνει ότι οι περισσότεροι απ’ όσους προσέρχονται είναι ψηφοφόροι ενός προσώπου, όχι ενός κόμματος». Αυτή η λεπτομέρεια του ψυχογραφήματός τους – την οποία υπογραμμίζουν ορισμένοι μελετητές των μετρήσεων – ενισχύει τελικά και τον προσωποκεντρισμό. Δίνει στον εκάστοτε αρχηγό την άνεση να αγνοεί τις συλλογικές αποφάσεις των οργάνων με το επιχείρημα «εμένα με ψήφισαν 150.000 άνθρωποι».
Οι πραγματιστές αναγνωρίζουν πως κανένα κόμμα που κάλεσε την κοινωνία να του βρει αρχηγό δεν είναι εφικτό να «περιορίσει» τους συμμετέχοντες στην εσωκομματική διαδικασία σε κάποιους εκλεγμένους από τα μέλη του αντιπροσώπους. Τα ατού της, άλλωστε, γράφουν καλύτερα από τα θολά της σημεία στην κοινή γνώμη. Γι’ αυτό ζητούν δικλίδες ασφαλείας. Δικλίδες σαν «ένα μητρώο μελών το οποίο θα κλείνει έναν μήνα πριν ανοίξουν οι κάλπες π.χ.» σημειώνει γνωστός δημοσκόπος. Ή όπως αυτή που πρότεινε στην πράσινη ΚΕ ο Απόστολος Κακλαμάνης: την εκλογή από το συνέδριο ενός αντιπροέδρου και πέντε μελών ενός εκτελεστικού οργάνου το οποίο θα συνδράμει (και θα εποπτεύει) τον επικεφαλής. Τα κόμματα, λοιπόν, δεν μπορούν να γυρίσουν το ρολόι πίσω στο 2003. Μπορούν όμως να το κουρδίσουν ξανά ελπίζοντας να δουλέψει με μεγαλύτερη ακρίβεια.