Πρωινός τύπος από τη φύση μου καθώς είμαι, συνηθίζω να ξυπνώ τις πολύ πρωινές ώρες της ημέρας και επειδή χωρίς καφέ μού είναι αδύνατον να λειτουργήσω για το οτιδήποτε, πηγαίνω σε ένα γειτονικό καφέ που ανοίγει πολύ νωρίς και από εκεί, ουσιαστικά, κάθε μέρα ξεκινώ την ημέρα μου. Θα μπορούσα να έχω αγοράσει μια μηχανή του εσπρέσο και να φτιάχνω τον καφέ μόνος μου στο σπίτι· κάνοντας μάλιστα τον υπολογισμό, είδα ότι στην πορεία θα μου είχε στοιχίσει πολύ φθηνότερα. Ομως δεν το κάνω, επειδή μου αρέσει αυτή η τελετουργία, αυτή η φαινομενικά ασήμαντη (για κάποιους) καθημερινή ρουτίνα, η οποία όμως, για μένα, έναν άνθρωπο της συνήθειας, είναι πολύτιμη.
Το μαγαζί του Θωμά στο οποίο πηγαίνω για τον πρώτο πρωινό καφέ μου κάθε μέρα εδώ και μερικά χρόνια, έχει τραπεζάκια στον εξωτερικό χώρο και εκεί κάθομαι για να πιω γουλιά γουλιά τον εσπρέσο μου, με τη συνοδεία ενός μπισκότου, απολαμβάνοντας τις πρώτες τζούρες του τσιγάρου μου (μετά γίνεται απαίσιο), τσεκάροντας το κινητό μου και παρατηρώντας τους ανθρώπους που περνούν. Κάποιοι κάθονται για να πιουν στου Θωμά τον δικό τους καφέ. Κάποιοι τον παίρνουν μαζί τους «πακέτο» και κάποιοι προσπερνούν το μαγαζί χωρίς να πάρουν τίποτα.
Πριν συνεχίσω, φέρτε για λίγο στο μυαλό σας την παρακάτω σκηνή:
Είναι περίπου 05.30 με 06.00 παρά το πρωί, ακόμα σκοτάδι. Δεν υπάρχει ψυχή στον δρόμο, τα τραπεζάκια στημένα έξω, εγώ κάθομαι σε ένα από αυτά και είμαι ο μοναδικός πελάτης. Ο μόνος άλλος άνθρωπος στον χώρο είναι ο Θωμάς, που φτιάχνει τους καφέδες, μόνος χωρίς υπαλλήλους. Ε λοιπόν κανείς από τους περαστικούς που είτε είναι πελάτες του Θωμά είτε όχι, δεν θα πει ποτέ καλημέρα σ’ εμένα που κάθομαι έξω. Θα πει στον Θωμά επειδή θέλει καφέ ή επειδή απλώς περνά δίπλα από το μαγαζί και τον ξέρει αλλά δεν θα απευθυνθεί σ’ εμένα. Σκεφτείτε το.
Τρεις άνθρωποι στον ίδιο χώρο, οι δύο λένε μεταξύ τους καλημέρα και ο τρίτος που επίσης βρίσκεται δίπλα τους σε απόσταση αναπνοής, είναι σαν μην υπάρχει για τον άνθρωπο που μόλις ήρθε.
Δεν βγάζω βέβαια τον εαυτό μου απ’ έξω. Ακόμα και εγώ, δεν καλημερίζω αυτούς που έρχονται αν δεν τους γνωρίζω. Και φυσικά, θα μου πείτε, μα είναι φυσικό, αφού ο πελάτης που έρχεται δεν σε ξέρει, γιατί να σου πει ή να του πεις καλημέρα; Και αυτό ακριβώς είναι το θέμα μου.
Υπήρξε μια εποχή που η καλημέρα ήταν υπόθεση όλων, γνωστών και αγνώστων μεταξύ τους, ήταν πραγματικά ένα σύνθημα για να γίνει αυτό που η ίδια η λέξη λέει: καλή η μέρα μας. Αυτό δεν υπάρχει πια.
Λέμε την καλημέρα μόνον σε εκείνους που γνωρίζουμε και δεχόμαστε καλημέρα μόνον από εκείνους που επίσης γνωρίζουμε. Τη λέμε τυπικά σε υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών και εξίσου τυπικά τη δεχόμαστε από εκείνους.
Και είναι κρίμα, πολύ κρίμα που αυτή η παλιού τύπου ολόκαρδη καλημέρα δεν υπάρχει πια γιατί κάποτε, ήταν μια στοιχειώδης μορφή επικοινωνίας, ένα είδος στιγμιαίας επαφής ακόμα και ανάμεσα σε αγνώστους. Και νομίζω ότι έκανε σε όλους καλό, έστω για εκείνο το δευτερόλεπτο που την έλεγαν.
Σήμερα θα πρέπει να ξέρεις τον άλλο για να του πεις καλημέρα, ειδάλλως μπορεί και να παρεξηγηθείς και το λέω αυτό διότι κατά κάποιον τρόπο το έχω ζήσει δυο-τρεις φορές. Απλώς από πείσμα είπα «καλημέρα» σε κάποιους που καλημέρισαν μόνον τον Θωμά ενώ βρισκόμουν και εγώ στον χώρο. Ακούγοντας την καλημέρα μου κάποιος γύρισε και με κοίταξε με ύφος ανάμεσα στην απορία και την προσβολή. Ηταν σαν να μου έλεγε «ρε φίλε, με ξέρεις και μου λες καλημέρα;».
Σε μια άλλη περίπτωση, δέχθηκα ένα μουρμουρητό καλημέρας λες και ήταν αγγαρεία αυτού που την είπε. Και σε μια τρίτη περίπτωση δέχθηκα μια στεγνή σιωπή.
Τα γράφω όλα αυτά και την ίδια ώρα αναλογίζομαι μήπως τελικά η έλλειψη καλημέρας είναι μια πολυτέλεια μπροστά στα μυριάδες προβλήματα που μας περιστοιχίζουν σε καθημερινή βάση.
Μπορεί. Ομως μια καλημέρα δεν κόστισε ποτέ τίποτα και τουλάχιστον, είτε την εννοεί ο άλλος είτε όχι, ανοίγει έναν ορίζοντα… καλής μέρας μπροστά μας. Και μια καλή μέρα είναι σίγουρα προτιμότερη από μια κακή.