Τη δεκαετία του 1990, η πληροφορική ήταν πεδίον δόξης λαμπρό για ανήσυχα μυαλά, ευφυείς επιστήμονες, ιδιοφυείς φοιτητές, οραματιστές μαρκετίστες. Ολους αυτούς που έγιναν οι εφευρέτες των καιρών μας διότι, επί της ουσίας, «ανακάλυψαν» μια νέα εποχή. Εμείς οι υπόλοιποι, οι αδαείς, τους λέγαμε γενικώς «κομπιουτεράδες» και προσπαθούσαμε να αφομοιώσουμε όχι απλώς καινούργιους όρους αλλά μια νέα λογική κατανόησής τους. Και να προσαρμόσουμε τις καινούργιες, «μεγάλες» εισόδους στην καθημερινότητά μας, στα «μικρά» ζητούμενά μας. Για παράδειγμα, στο πρώτο λάπτοπ που αγόρασα προς το τέλος εκείνης της δεκαετίας, κυρίως έπαιζα πασιέντζες.
Τότε, λοιπόν, δύο μεταπτυχιακοί φοιτητές στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ που δεν είχαν κλείσει ακόμη τα 25 χρόνια τους, ο Λάρι Πέιτζ και ο Σεργκέι Μπριν, πειραματίζονταν στις μηχανές αναζήτησης του Ιντερνετ που ακόμη μπουσούλαγε. Κατάφεραν να φτιάξουν ένα καλύτερο σύστημα – ας μην μπω τώρα σε λεπτομέρειες που δεν καταλαβαίνω – και σαν σήμερα, το 1998, ίδρυσαν την εταιρεία που θα το στήριζε. Και το όνομα αυτής Google. Από την παράφραση της λέξης googol που σημαίνει το 10 στη δεκάτη – όρος που εισήγαγε ο μαθηματικός Εντουαρντ Κάσνερ. Η επιλογή του ονόματος παρέπεμπε στην οργάνωση που ήθελαν να κάνουν στο τεράστιο πλήθος πληροφοριών που διακινούνται στο Διαδίκτυο.
Και κάπως έτσι μπήκε στη ζωή μας η Google. Και την άλλαξε. Σιγά – σιγά αλλά θεμελιακά. Γιατί θεμελιώδης είναι η πρόσβαση στη γνώση. Αυτή που ο Πέιτζ και ο Μπριν μάς την εξασφάλισαν με το πάτημα ενός κουμπιού. Και έκαναν τις εγκυκλοπαίδειες, τους χάρτες, τα λεξικά και ένα σωρό σχετικές υπηρεσίες μουσειακά είδη.
Μόλις προχθές, πηγαίνοντας με κάποιον φίλο και με τη βοήθεια του Google map σε έναν άγνωστό μας προορισμό, αναλογιζόμασταν πόσους θα είχαμε ρωτήσει, πόσες φορές θα είχαμε λοξοδρομήσει και πόσους κύκλους θα είχαμε κάνει αν δεν υπήρχε αυτό το μαραφέτι που μας οδήγησε ταμάμ στο σημείο. Και, για να το πάω παρακάτω, ας σκεφτούμε πόση ώρα κερδίζουμε γκουγκλάροντας για μία πληροφορία αντί να κατεβάζουμε και να ξεφυλλίζουμε βιβλία, να ψάχνουμε, να αναζητούμε πηγές τις οποίες δεν ήμασταν ποτέ σίγουροι ότι, τελικά, θα βρούμε. Ολη αυτή η υπερπροσφορά μάλιστα μας ανοίγει την όρεξη για πληροφορίες εντελώς άχρηστες. Ας το παραδεχθούμε, όλες και όλοι μας έχουμε γκουγκλάρει για να βρούμε την ηλικία μίας δημοσιότητας. Παλιότερα έμεναν με την απορία για το πόσων ετών είναι η Βουγιουκλάκη και έτσι καλλιεργούνταν οι μύθοι. Ε, δεν πειράζει, το Διαδίκτυο κατασκευάζει καινούργιους. Δεν είναι όμως αυτό το πρόβλημα.
Το θέμα με την πανεύκολη πρόσβαση στη γνώση που μας προσφέρει η Google, είναι ότι έτσι «έπεσε» η αντικειμενική αξία της. Ακριβώς όπως συμβαίνει στο εμπόριο. Η μεγάλη προσφορά μειώνει την τιμή. Και στην προκειμένη περίπτωση γίνεται αιτία να εκπέσει η γνώση σε πληροφορία. Τεράστια η διαφορά. Η πληροφορία είναι μια κατακερματισμένη, μια μη εμπεδωμένη, μία «γρήγορης κατανάλωσης» γνώση που δεν αφήνει περιθώριο για να την εμπεδώσεις ούτε σου επιτρέπει να έχεις ολική θέαση στο αντικείμενό σου. Για να το πω παραστατικά, η γνώση είναι να μπεις και να περιδιαβείς σε ένα σπίτι. Η πληροφορία είναι να κοιτάξεις το εσωτερικό του σπιτιού από ένα παράθυρο χωρίς καν να γνωρίζεις αν αυτό που βλέπεις είναι τμήμα του σαλονιού ή του υπνοδωματίου.
Εν τω μεταξύ, στη βιασύνη να γκουγκλάρουμε, στην προπέτεια να κάνουμε δημόσια επίδειξη γνώσεων, συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα. Θυμάμαι ένα βράδυ, κατά τη διάρκεια ενός δείπνου, κάποιος ανέφερε τον στίχο «Οταν διάβασα την ιστορία σου, το βράδυ είχα πυρετό». Τον έγραψε ο κύπριος ποιητής Κώστας Μόντης για τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη, τον 19χρονο αγωνιστή της ΕΟΚΑ που το 1957 καταδικάστηκε από τους Αγγλους σε θάνατο δι’ απαγχονισμού. Ο ξερόλας της παρέας που έπρεπε οπωσδήποτε να πει κάτι, γκούγκλαρε στα βιαστικά και κάτω από το τραπέζι (έτσι γίνεται συνήθως) τον στίχο. Φαίνεται ότι το όνομα «Παλληκαρίδης» βγήκε πρώτο. Οπότε και αποφάνθηκε με σιγουριά: «Ναι, βέβαια, αυτό το έχει γράψει ο Παλληκαρίδης». Μπίνγκο!