Αν δεχθούμε ότι η μόρφωση ενός λαού είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες ευημερίας, τότε θα έπρεπε ο μέσος μισθός στην Ελλάδα να είναι τουλάχιστον 2.350 το μήνα – όσο ο μέσος μισθός στην ΕΕ.
Με βάση την πανευρωπαϊκή κατάταξη της Eurostat, το μορφωτικό επίπεδο των Ελλήνων είναι υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου, με έναν στους τρεις κατοίκους ηλικίας 25-74 ετών (32,4%) να είναι απόφοιτος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτό δε σημαίνει είναι όλοι τους απόφοιτοι πανεπιστημίου, αφού οι κλίμακες της Εurostat συγκαταλέγουν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και τις ανώτερες σπουδές π.χ. σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, απόφοιτοι ανώτερων και ανώτατων σχολών είναι το 31,8% των ηλικιών 25-74 ετών. Το 2004 ήταν μόλις το 19,1%.
Η χώρα με τους περισσότερο μορφωμένους κατοίκους είναι η Ιρλανδία, όπου σχεδόν ο ένας στους δύο ενήλικες 25-74 ετών (49,8%) έχει πτυχίο ανώτερης ή ανώτατης σχολής. Ακολουθεί το κρατίδιο του Λουξεμβούργου με 49,5%. Την τρίτη και τέταρτη θέση καταλαμβάνουν οι Σουηδία και η Νορβηγία, με ποσοστό 46% και 45,1% αντίστοιχα.
Την πρώτη πεντάδα συμπληρώνει η Κύπρος με 44,9%, η μόνη χώρα της Νότιας Ευρώπης που έχει ποσοστό πτυχιούχων άνω του 40%.
Υψηλό είναι το μορφωτικό επίπεδο των χωρών της Βαλτικής, με τη Λιθουανία να πλασάρεται πανευρωπαϊκά στην 6η θέση (44%).
Η Μεγάλη Βρετανία, εκτός Eυρωπαϊκής Ένωσης από το 2020, έχει υψηλότερο ποσοστό πτυχιούχων τριτοβάθμιας από τις 4 ισχυρότερες οικονομίες της EE, με 43,5%. Βέλγιο, Σουηδία, και Ολλανδία έχουν επίσης υψηλά ποσοστά αποφοίτων τριτοβάθμιας, άνω του 40%.
Στο κλαμπ των Βig 4, τα υψηλότερα ποσοστά πτυχιούχων έχει η Γαλλία (38,2%), ακολουθούμενη από την Ισπανία (38%).
Στον αντίποδα, η βιομηχανικά ανεπτυγμένη Γερμανία έχει χαμηλότερο ποσοστό πτυχιούχων από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (31,5%). Παρά τη σημαντική οικονομική της θέση, η Ιταλία είναι ουραγός στην εκπαίδευση, με το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό πτυχιούχων στην ΕΕ μετά τη Ρουμανία (18,5%).
Το ποσοστό πληθυσμού με ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση είναι σημαντικά χαμηλότερο στις χώρες που είναι υποψήφιες για ένταξη στην ΕΕ. Στην Τουρκία τα δύο τρίτα του πληθυσμού (61,8%) δεν έχουν ολοκληρώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και ανήκουν στη χαμηλότερη εκπαιδευτική βαθμίδα (δημοτικό ως και γυμνάσιο).
Οι χώρες της ΕΕ με τα υψηλότερα ποσοστά πληθυσμού που δεν έχει ολοκληρώσει την 12ετή εκπαίδευση βρίσκονται όλες στον Ευρωπαϊκό Νότο: Ισπανία, Μάλτα, Ιταλία και Πορτογαλία έχουν από 40% ως 46% ποσοστό κατοίκων που δεν έχουν πάει στο Λύκειο.
Το ποσοστό αυτό ήταν επίσης κάτω από το 40% σε τέσσερις χώρες της ΕΕ, δηλαδή στην Πορτογαλία, την Ιταλία, τη Μάλτα και την Ισπανία. Αντιθέτως, η Ελλάδα έχει υπερδιπλάσιο ποσοστό ατόμων που έχουν ολοκληρώσει τη γενική μέση εκπαίδευση από τον μέσο όρο της ΕΕ (26,3% έναντι 9,6%). Αντίστοιχα, απόφοιτοι δημοτικού ως γυμνασίου είναι περίπου ο ένας στους τέσσερις στο γενικό πληθυσμό (24,8%), λίγο περισσότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (23,3%)
Εξετάζοντας τις λεπτομέρειες του μέσου εκπαιδευτικού επιπέδου, που αποτελείται από γενικό και επαγγελματικό προσανατολισμό, το μερίδιο της επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι σημαντικά υψηλό σε αρκετές χώρες.
Το μερίδιο των ατόμων με επαγγελματικό προσανατολισμό σε μέσο επίπεδο εκπαίδευσης ήταν πάνω από 45% σε εννέα χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων η Τσεχία (63,9), η Πολωνία (52,2) και η Γερμανία (47,4).
Η Ελλάδα έχει αρκετά χαμηλά ποσοστά μέσης επαγγελματικής εκπαίδευσης (δηλαδή αποφοίτους τεχνικών λυκείων), με 16,4% έναντι 35,2% του πανευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το ποσοστό των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξάνεται σημαντικά μεταξύ του νεότερου πληθυσμού σε όλη την Ευρώπη.
Το 2023, το 43% του πληθυσμού της ΕΕ ηλικίας 25-34 ετών ήταν απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, από 42% το 2022. Ο στόχος της ΕΕ είναι μέχρι το 2030 το 45% των ηλικιών 25-34 να έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Υπάρχει χάσμα μεταξύ των δύο φύλων όσον αφορά το επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μεταξύ των ατόμων ηλικίας 25-34 ετών, καθώς μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών έχει τριτοβάθμια εκπαίδευση σε σύγκριση με τους άνδρες (49% των γυναικών και 38% των ανδρών).
Τα στοιχεία δείχνουν ότι 13 χώρες της ΕΕ έχουν ήδη επιτύχει τον στόχο για το 2030 σε επίπεδο ΕΕ: η Ιρλανδία (63% του συνολικού πληθυσμού ηλικίας 25-34 ετών), η Κύπρος (62%), το Λουξεμβούργο (60%), η Λιθουανία (57%), οι Κάτω Χώρες (55%), η Σουηδία (54%), η Ισπανία και η Γαλλία (αμφότερες 52%), το Βέλγιο (50%), η Δανία (49%), η Μάλτα και η Πολωνία (αμφότερες 46%) και η Λετονία (45%).
Αντίθετα, τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στη Ρουμανία (23%), την Ουγγαρία (29%) και την Ιταλία (31%).
Στην Ελλάδα το ποσοστό των ατόμων 25-34 που έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι λίγο πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, 44,5%. Είναι πολύ υψηλότερο από την Ιταλία (30,6%), τη Γερμανία (38,4%) και ελάχιστα πάνω από την Αυστρία (43,5%). Σε βαθμό κατάταξης, ως προς το μορφωτικό επίπεδο των νέων, η Ελλάδα μοιράζεται τη 14η θέση στην ΕΕ, μαζί με την Λετονία.
Παρά τις δομικές τους αδυναμίες, και την πάγια υποχρηματοδότηση από το κράτος, το ελληνικό δημόσιο σχολείο και τα δημόσια πανεπιστήμια, παραμένουν μια κατάκτηση, που αξίζει να περιφρουρηθεί και να αναβαθμιστεί. Οι επιδόσεις της Ελλάδας στους πίνακες της Εurostat για το μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού, είναι λίγο πιο πάνω από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, και ανταγωνίζονται εκείνες χωρών με πολύ υψηλότερο βιοτικό επίπεδο.
Η κατασυκοφαντημένη μεταπολίτευση, οι αγώνες του φοιτητικού και εκπαιδευτικού κινήματος και των μαθητών, η θέση που εξακολουθεί να έχει η δημόσια παιδεία στο αξιακό σύστημα της ελληνικής κοινωνίας, είναι οι παράγοντες που ακόμα κρατάνε την Ελλάδα κοντά στο μέσο όρο της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τη μόρφωση του πληθυσμού. Όταν αντίθετα, σε άλλα πεδία, την εργασία, τους μισθούς, τo βιοτικό επίπεδο, διολισθαίνουμε στις τελευταίες θέσεις.
Η τάση προς την οποία στοχεύουν οι νεοφιλελεύθερες (αντι) εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις είναι να μειωθεί ο πληθυσμός των αποφοίτων γενικής εκπαίδευσης, προς όφελος της κατάρτισης και της «μαθητείας». Αυτό εξυπηρετούν άλλωστε οι εξεταστικοί «κόφτες» στην εκπαίδευση. Αντίστοιχα, η αναγνώριση των ιδιωτικών κολεγίων και η εξίσωσή τους με τα δημόσια πανεπιστήμια είναι άλλο ένα βήμα προς την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, στο όνομα της σύγκλισης με την Ευρώπη. Όπως όμως δείχνουν οι μέχρι τώρα δείκτες, τα ελληνικά ΑΕΙ δεν υστερούν σε επίπεδο αποφοίτων από τα ευρωπαϊκά. Αυτό που χρειάζεται είναι να ενισχυθούν και να στηριχθούν από το κράτος, αντί να απαξιώνονται και να μένουν χωρίς φοιτητές, λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής. Αν όμως γινόταν αυτό, θα έμεναν χωρίς δουλειά τα κόλετζ και αυτό είναι κάτι που δεν το θέλει η αγορά.