Ενα κόμμα που ψηφίστηκε από 930.000 πολίτες, στις δεύτερες – κακές – εκλογές του Ιουνίου 2023, το διαλύουν. Ετσι: τρίτο πληθυντικό πρόσωπο. Βεβαίως η αποδυνάμωσή του ήταν παρατεταμένη. Από το 1.781.000 ψήφους και το 32% του 2019, έπεσε στο 1.184.000 και 20% τον Μάη του 2023. Ισως οι αριθμοί δεν είναι αρκετοί για μια πλήρη πολιτική εξήγηση του φαινομένου. Της πλημμυρίδος και της αμπώτιδος. Εξάλλου, στην ιστορία, υπάρχουν πολλές περιπτώσεις κομμάτων ή προσώπων, που είχαν μεγάλη ιδεολογική απήχηση και επιρροή, με χαμηλές εκλογικές επιδόσεις. Π.χ. Παπαναστασίου, Σβώλος, Καρτάλης, Πεσμαζόγλου, Κύρκος κ.λπ. είχαν μάλλον μικρή λαϊκή απήχηση και χαμηλές εκλογικές επιδόσεις, άσκησαν όμως μεγάλη επιρροή στην αρχιτεκτονική της ελληνικής πολιτικής σκηνής.
Εισηγήθηκαν, ο καθένας στον καιρό του, κάτι αναγκαίο και πρωτότυπο. Τι αναγκαίο και πόσο πρωτότυπο είναι αυτό που προτείνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί το ερώτημα δεν πρέπει να ξεκινάει, ούτε να περιορίζεται στον τυφλό αλληλοσπαραγμό, στο συντροφικό ενδομίσος, στο σκοτεινό μείγμα φθόνου και άκρατης εγωπάθειας που βαφτίζεται φιλοδοξία και οδηγεί σε έναν επαρχιώτικο μεσσιανισμό. Αλλά πρέπει να διαπεράσει τις προφανείς καθημερινές (και νυχτερινές) μικρότητες και να πάει στο κουκούτσι. Τι προτείνει σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ; Και για να είμαστε δίκαιοι. Πράγματι, στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, έχει κάνει αρκετά πράγματα, παράγει, εντούτοις με μια «αναρτησάρα», με ένα εγωμανές διαδικτυακό και μιντιακό ξέσκισμα, εξαφανίζει, διαστρέφει, φθείρει όλη την πολιτική παραγωγή του. Αυτό που μένει, είναι η αλληλοαπαξίωση που σαρώνει ό,τι καλό ή καλής πρόθεσης προσπάθησε και κατά την κυβερνητική προσπάθεια. Τα σαρώνει όλα. Καταφέρνει με τον ανελέητο πόλεμο «συντροφικής» αλληλοεξόντωσης να θεμελιώνει τους χειρότερους (και εξαιρετικά άδικους) ισχυρισμούς των αντιπάλων του: «όλοι είμαστε ίδιοι». Δεν χρειάζεται ούτε ιδεολογικά επιστρατευμένους, αναθεωρητές ιστορικούς, ούτε καν εμπαθείς πολιτικούς αντιπάλους. Τα κάνει όλα μόνος του, με επιμέλεια και αυτοκαταστροφική σύνεση.
Εξω από το κομματικό δωμάτιο, άνθρωποι μόνοι, ψάχνουν μια κουβέντα, «τι γίνεται και πού πάμε», πολίτες που όχι μόνο ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επέμειναν στην αμυδρή ελπίδα, πολίτες που ακόμα περιμένουν παγωμένοι, που εκτονώνουν τη χαμένη πολιτική ζωτικότητα στον έναν ή στον άλλο ημερήσιο μεσσία, αχρηστεύονται. Με τη συμπεριφορά πολλών στελεχών, αχρηστεύεται ένα συναισθηματικό απόθεμα, ένα σωρευμένο πολιτικό κεφάλαιο, σαν να είναι δικό τους, ιδιόκτητο, σαν να μη τους το δάνεισε η ιστορία και η σύμπτωση, αλλά σαν να το καρπώθηκαν, ιδιοκτήτες, φωτισμένοι, ερωτεύσιμοι, αμετάκλητα επιλεγμένοι. Τέτοια τύφλωση προς την ιστορική θέση. Στην έρημο που διαμορφώνεται, οι μεν καριερίστες (αυτοί που δεν μπορούν να εννοήσουν τον εαυτό τους, εκτός), θα εκλιπαρούν μια μεταγραφή για να καταλήξουν αναπόδραστα στο β’ ερασιτεχνικό πρωτάθλημα και να αφηγούνται τα παλιά μεγαλεία στις ταβέρνες Σάββατο βράδυ. Από την πολύτιμη και περίλαμπρη εσωκομματική θέση, ομάδα ή παλατιανή σέχτα (και στις μεθοδευμένες λίστες για εσωκομματική στήριξη της τάδε ή δείνα φατρίας), εργάζονται για να καταλήξουν στα αζήτητα ως πολιτική περιττολογία. Γιατί αν κανείς ανακεφαλαιώσει, θα δει ότι από την επιζήμια πολιτική μετεξέλιξη της πιο αναποτελεσματικής, κοντόφθαλμης και φτηνής Δεξιάς, το πιο ολέθριο κομμάτι της, ήταν η αντιπολίτευση που αυτή η Δεξιά παρήγαγε.
Ανάμεσα στην ωραιοπάθεια και στην αυτοσυντριβή, τελικά κάθισαν στην ποταπότητα. Ισως δεν θα λείψουν σε κανέναν. Αλλά σε όλους θα λείψει το αδέξιο, αλλά αναγκαίο εγχείρημα που κράτησε μια δεκαετία. Γιατί από την ανάπτυξη ενός κρατικοδίαιτου, παρασιτικού, ευνοιοκρατικού συστήματος, από το πλιάτσικο στα ΕΣΠΑ (και σήμερα στο Ταμείο Ανάκαμψης), μένει η σκόνη μια εθνικής αφλογιστίας και παρακμής. Χωρίς ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι ο αίτιος, υπήρξε ο πιο ευάλωτος, και απροετοίμαστος παράγοντας αυτής την καθίζησης.
Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ