Η θρυλική ατάκα «Ι want to be alone, Ι just want to be alone» έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου από τη βραβευμένη ταινία του Εντμουντ Γκούλντινγκ «Grand Hotel» (1932), όπου η Γκρέτα Γκάρμπο υποδύεται τη ρωσίδα μπαλαρίνα Γκρουσίνσκαγια. Αρκετά χρόνια αργότερα, η μεγάλη ηθοποιός του Χόλιγουντ θα πρόσθετε πως δεν εννοούσε ποτέ ότι θέλει να είναι μόνη, εννοούσε ότι θέλει να την αφήνουν μόνη, κι αυτό είναι τελείως διαφορετικό.
Oι δύο έννοιες έχουν πράγματι τελείως διαφορετικό νόημα η μία από την άλλη: άλλο το loneliness (μοναξιά, ένα αρνητικό συναίσθημα που μας διακατέχει όταν δεν είμαστε ικανοποιημένοι με την προσωπική και κοινωνική μας ζωή) κι άλλο το solitude (εθελοντική και πρόσκαιρη απομόνωση με σκοπό την ηρεμία και το γέμισμα των μπαταριών). Οι αγγλοσάξονες πανεπιστημιακοί έχουν εισαγάγει τα τελευταία χρόνια και μια άλλη λέξη, το aloneliness, αυτό που νιώθει κάποιος όταν δεν έχει αρκετό χρόνο με τον εαυτό του. «Η στέρηση αυτή, όπως και η μοναξιά, υπονομεύει την ευημερία μας» λέει στην «El País» ο Ρόμπερτ Κόπλαν, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο Κάρλτον της Οτάβα. Μια μελέτη του 2022 δείχνει ότι το aloneliness αποτελεί τη βασική αιτία των διενέξεων στα ζευγάρια.
Το πόσο χρόνο χρειάζεται κανείς με τον εαυτό του είναι υποκειμενικό. Η επιστήμη δεν έχει ανακαλύψει γιατί κάποιος έχει ανάγκη από δέκα λεπτά την ημέρα και κάποιος άλλος μισή ώρα. «Μαθαίνουμε από την προσωπική μας εμπειρία» λέει στην ισπανική εφημερίδα η Βιρτζίνια Τόμας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Middlebury College. «Αλλος ξεπερνάει το άγχος του πηγαίνοντας για περίπατο ή για κολύμπι κι άλλος ηρεμεί βγαίνοντας για μερικά λεπτά από το οικογενειακό ραντάρ». Η απομόνωση δεν αποκλείει τη συνοδεία: όταν ήταν μικρός, ο καθηγητής Κόπλαν πήγαινε με τον πατέρα του για ψάρεμα. Περνούσαν ώρες χωρίς να μιλάνε, ο ένας δίπλα στον άλλον. «Ηταν σαν να είσαι μόνος χωρίς να είσαι».
Η απομόνωση θα έπρεπε λοιπόν να περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα. Υπάρχουν βέβαια κι εκείνοι που δεν έχουν καμιά διάθεση να μείνουν μόνοι, ακριβώς επειδή φοβούνται να αναμετρηθούν με τον εαυτό τους. Σε μια σειρά 11 ερευνών που πραγματοποίησαν τα πανεπιστήμια της Βιρτζίνια και του Χάρβαρντ, ένα τέταρτο των γυναικών και δύο τρίτα των ανδρών που έλαβαν μέρος δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν να υποβληθούν σε ένα ηλεκτροσόκ από το να μείνουν μόνοι με τις σκέψεις τους. «Για να βγούμε κερδισμένοι από την εθελοντική απομόνωση πρέπει να δεχθούμε ότι είναι κάτι το υγιές, και για τον λόγο αυτόν πρέπει να κάνουμε κοινωνικές παύσεις χωρίς να αισθανόμαστε ένοχοι» τονίζει η Βιρτζίνια Τόμας. Το κλειδί είναι ο έλεγχος της απομόνωσης και η εξισορρόπησή της με την κοινωνική ζωή. «Εχω μιλήσει με ανθρώπους από 18 ως 99 ετών και έχω συμπεράνει ότι τα μεγαλύτερα κέρδη από την απομόνωση τα αποκομίζουν εκείνοι που μπορούν να χαλαρώσουν και να απολαύσουν τη μοναξιά τους επειδή γνωρίζουν πως όποτε θέλουν μπορούν να ξαναβρούν την κοινωνική τους ζωή. Βγαίνουν έτσι κερδισμένοι και από τους δύο κόσμους».
Oλοι οι ειδικοί συμφωνούν ότι πρέπει να αναζητούμε με ενεργό τρόπο τις λίγες ή περισσότερες στιγμές μοναξιάς που μας χαλαρώνουν. Είναι πιο εύκολο απ’ ό,τι νομίζουμε: δεν χρειάζεται ούτε να γίνουμε ερημίτες ούτε να εγκαταλείψουμε τον δυτικό πολιτισμό. «Μερικές φορές είναι αρκετό να σηκωθούμε μισή ώρα νωρίτερα από την υπόλοιπη οικογένεια και να πιούμε έναν καφέ μόνοι» λέει στην «El País» η κοινωνική ψυχολόγος Τουι-βι Νγκουγιέν, συγγραφέας του βιβλίου «Solitude» και διευθύντρια του Εργαστηρίου Μοναξιάς στο Πανεπιστήμιο του Ντάρχαμ. Εδώ ερευνώνται η αντίσταση των ανθρώπων στη μοναξιά και οι αντιδράσεις τους όταν θεωρούν ότι δεν τους βλέπει κανείς, ενώ αξιολογούνται και τα οφέλη από την πρόσκαιρη απομόνωση, όπως είναι η μείωση του στρες και η τόνωση της δημιουργικότητας.
Οι ειδικοί απορρίπτουν επίσης την ιδέα ότι οι «παθητικοί φίλοι» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης προστατεύουν από τη μοναξιά. «Είναι ένα κοινωνικό κεφάλαιο, χρησιμεύουν για να νιώθουμε δικτυωμένοι, απαιτούνται όμως πολύ περισσότερα πράγματα για να μην αισθανόμαστε μόνοι» τονίζει ο Τόρε Μπόνσακσεν, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο Inland της Νορβηγίας. «Τα δίκτυα φαίνεται να λειτουργούν καλύτερα ως επέκταση των σχέσεων που ήδη υπάρχουν παρά ως πεδίο δημιουργίας νέων σχέσεων».