Πόσο παλιά να το πάω; Οσο ξέρω και μπορώ. Ο κομματικός χώρος της Αριστεράς, αυτός που η δική μου γενιά γνώρισε ως ΚΚΕ Εσωτερικού, είχε πάντα μία έντονη κινητικότητα. Με πολλές διαφωνίες, συγκρούσεις, διασπάσεις, αποχωρήσεις, αλλαγές ονομάτων. Η Ενωμένη Αριστερά (μαζί με το ΚΚΕ) στις πρώτες εκλογές μετά τη Μεταπολίτευση, που έγινε Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστερών Δυνάμεων τρία χρόνια αργότερα (ή «Συμμαχία των Πέντε» στην οποία συμμετείχε και το Χριστιανικό Κόμμα του Ψαρουδάκη), που διασπάστηκε η ΕΚΟΝ – Ρήγας Φεραίος, που το 1981 δεν μπήκε στη Βουλή, που μετά έγινε Ελληνική Αριστερά, που μετά ξανασυνεργάστηκε με το ΚΚΕ και έγινε Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, που μετά έγινε ΣΥΡΙΖΑ. (Επιγραμματικά τα γράφω, δεν είναι αυτό το θέμα μου, ας μη μου την «πέσουν» οι «βουτηγμένοι» σε αυτόν τον χώρο γιατί δεν ανέφερα το τάδε ή το δείνα Συνέδριο). Σε όλες αυτές τις ζυμώσεις που κρατάνε εδώ και πενήντα χρόνια, οι άξονες ήταν περίπου οι ίδιοι. Πόσος κομμουνισμός χωράει στο κόμμα, με ποιους θα μπορούσαν να συνεργαστούν, η αναζήτηση ενός ενιαίου φορέα της Αριστεράς, η συγκρότηση ενός προοδευτικού μετώπου.
Ας πούμε λοιπόν για μία συνεχή ιδεολογική αναζήτηση που, κακά το ψέματα, έδινε ένα πρόσημο διανόησης στο κόμμα. Εδώ μπορούσαν να διατυπωθούν όλες οι απόψεις, δεν υπήρχε το «αρχηγού παρόντος πάσα αρχή παυσάτω», ούτε δόγματα, ούτε στεγανά. Και όποιος διατύπωνε μία άποψη, υπερασπίζονταν την ιδεολογία του και όχι τον κομματικό τσαμπουκά του. Πώς τα ξέρω αφού δεν είχα ποτέ προσωπική ή δημοσιογραφική παρουσία στον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο; Δεν τα ξέρω από πρώτο χέρι, αυτή η εντύπωση όμως περνούσε προς τα έξω. Και αυτό είναι το σημαντικό, ειδικά στην πολιτική. Δεν έχει σημασία τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες (εφόσον μάλιστα δεν επηρεάζουν τη ζωή του πολίτη αφού το κόμμα δεν συμμετέχει στην κυβέρνηση) αλλά το τι «ξεβάφει» στη γενική εικόνα. Και αυτό είναι που έκανε τον Συνασπισμό, πρώην Ελληνική Αριστερά, πρώην ΚΚΕ Εσωτερικού και τα λοιπά και τα λοιπά, ένα κόμμα που είχε κερδίζει όχι βέβαια την ψήφο αλλά τη συμπάθεια και, κυρίως, τον σεβασμό ακόμη και πολλών δεξιών. Ενα κόμμα που, με δεδομένα πολύ περασμένων δεκαετιών, θα εντασσόταν στο κίνημα του ρομαντισμού. Και επαναλαμβάνω, για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ ότι δεν υπήρχαν εσωκομματικά «μαχαιρώματα», κομματικό «ξύλο», «δολοφονίες» χαρακτήρων. Δεν παρήγαγαν όμως αυτά την ατζέντα του κόμματος. Κι ύστερα ήρθε ο Τσίπρας…
Προσπαθώ να εντοπίσω από πότε άρχισε να ξηλώνεται το πουλόβερ της εσωκομματικής ευπρέπειας και του πολιτικού πολιτισμού στον ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως έσκασε επί Κασσελάκη. Τότε όμως δημιουργήθηκε; Ή μήπως βρήκε εύφορο έδαφος στο λίπασμα της εχθροπάθειας, ήδη από την εποχή των Αγανακτισμένων, εκεί άλλωστε που ευδοκίμησε και η κυβερνητική προοπτική του κόμματος; Αν έχει εθιστεί να φτύνεις τον απέναντί σου, αν αυτό δίνει νόημα στη ζωή σου και ζωή στα νοήματά σου, δεν ξεμένεις ποτέ από σάλιο. Από «απέναντι» μπορεί να ξεμείνεις οπότε και βάζεις στη θέση του τον διπλανό σου.
Αυτό που συμβαίνει τώρα στον ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η διάλυση ενός ιστορικού κόμματος. Και δεν είναι πια ούτε ένα ξεκατίνιασμα με επιθεωρησιακά στοιχεία, τότε που οι παλιές και οι νεόκοπες «κυρίες» του μαλλιοτραβιόντουσαν διαδικτυακά και εμείς γελούσαμε. Είναι μια κατεδάφιση. Ο,τι χτίστηκε από τη Μεταπολίτευση – μην πω από το 1968 που έγινε η διάσπαση του ΚΚΕ – μέχρι πρότινος, το κατεδάφισε μέσα σε ένα χρόνο ο Κασσελάκης με τους «κουμπάρους» και τις «κουμπάρες» του. Και ποζάρει μόνος του μέσα στα μπάζα. Διότι τι του απέμεινε από «στελέχη»; Νάδα. Ο Πολάκης που βρυχάται, ο κύριος 13 – 0, κάτι χειροκροτητές του, κάποιοι πολιτικοί γυρίνοι και οι φαιδροί διαδικτυακοί γλείφτες του.
Είναι θλιβερός αυτός ο ξεπεσμός, αυτή η κατεδάφιση. Οχι μόνο για την Αριστερά αλλά για ολόκληρο το πολιτικό σύστημα. Διότι γίνεται φάτσα φόρα, χωρίς την προσπάθεια να κρατηθεί κανένα πρόσχημα. Διότι εδώ δεν υπάρχει καν η Πολεοδομία που θα επέβαλε στους ιδιοκτήτες τού υπό κατεδάφιση κτιρίου να λάβουν τα μέτρα τους ώστε να μην κινδυνεύουν οι περαστικοί.