Οταν ο Πρωθυπουργός επισκέφθηκε την Πεντέλη, δέχθηκε αποδοκιμασίες από μικρό αριθμό πολιτών. Λογικό και αναμενόμενο. Εχασαν τα σπίτια τους. Ωστόσο δεν σηκώθηκε το μεγάλο κύμα οργής που εκδηλώθηκε τα προηγούμενα χρόνια, μετά τις πυρκαγιές στην Εύβοια και στην Αττική. Η αντιπολίτευση γκρίνιαξε για ένα τριήμερο, βγήκαν πρωτοσέλιδα με τα καμένα δέντρα, στα social αναρωτήθηκαν αν η πρωτεύουσα είναι πλέον βιώσιμη, θρήνησαν τα ζώα που χάθηκαν και τέλος.
Ελπίζω να κάνω λάθος, αλλά τα κοινωνικά αντανακλαστικά μετά τις πυρκαγιές παρέπεμπαν σε δήλωση αποδοχής. Σε παραίτηση. Φανταστείτε έναν άνθρωπο που βαδίζει με σκυφτό κεφάλι, μουρμουρίζει για την τύχη του, κλωτσάει πετραδάκια και άδεια κονσερβοκούτια, του φταίνε όλα, αλλά δεν έχει και πού να ξεσπάσει. Ετσι είναι η κοινωνία σήμερα. Και δεν σιχτιρίζει τόσο για αυτά που συμβαίνουν, όσο για εκείνα που δεν περιμένει να συμβούν. Λείπει το κοινό όραμα. Και στη θέση της ελπίδας βρίσκεται τώρα ένα κενό. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη αποτυχία της κυβέρνησης ή, αν θέλετε, το αποτέλεσμα της αναπόφευκτης φθοράς. Δεν υπάρχει κάτι για να περιμένεις. Το όνειρο είναι πίσω από τις κονσέρβες στο σουπερμάρκετ ή δείχνει πολύ κοντό δίπλα στο ύψος του ενοικίου. Και εδώ αποτυπώνεται ανάγλυφα, μπορείς να το ψηλαφίσεις, το πρόβλημα με την έλλειψη εναλλακτικής λύσης. Διότι ακόμα και από την πλευρά της αντιπολίτευσης το οραματικό στοιχείο έχει αφαιρεθεί από τον πολιτικό λόγο. Ακούς μόνο αφορισμούς και διαμαρτυρία. Ομως όταν έχεις μόνο αυτά τα δύο στο καλάθι σου, δεν μπορείς να φτάσεις μακριά.
Ετσι, λοιπόν, έχουμε από τη μία την κυβέρνηση που διαχειρίζεται τη φθορά της και από την άλλη την αντιπολίτευση που συμμετέχει στον δημόσιο λόγο με έριδες και εσωστρέφεια. Κανένας δεν μιλάει, όπως θα έπρεπε, για το άγος της καθημερινότητας. Και κυρίως κανένας δεν φέρνει στο τραπέζι μία ουσιαστική συζήτηση για καλύτερη ζωή. Ενδεχομένως το θέμα να μην είναι μόνο πολιτικό. Να είναι και ψυχολογικό. Λείπει η φρεσκάδα. Κλειστήκαμε σε ένα δωμάτιο χωρίς εξαερισμό και πνιγόμαστε από τα χνώτα μας.