Μπορεί ο τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να μένει σε ρητορική απειλών όσον αφορά τη Μέση Ανατολή, ωστόσο οι ΗΠΑ, εξακολουθούν να υπολογίζουν σε τουρκική διαμεσολάβηση για την αποτροπή του πολέμου στη Μέση Ανατολή.
Σε σχετική ανάλυση του Zvi Bar’el που δημοσιεύτηκε στη Haaretz στις 6 Αυγούστου, σημειώνεται ότι η τεταμένη αναμονή της ιρανικής επίθεσης στο Ισραήλ και η αναγνώριση του γεγονότος ότι μοιάζει αναπόφευκτη δεν έχουν ακόμη οδηγήσει την ισραηλινή κυβέρνηση και την ηγεσία του στρατού στο να προετοιμάσουν τους πολίτες σχετικά.
Οι ανακοινώσεις της Διοίκησης Εσωτερικού Μετώπου που αναφέρουν ότι «δεν υπάρχουν επικαιροποιημένες οδηγίες» μοιάζουν περισσότερο με ηχογραφημένο μήνυμα παρά με χρήσιμες ενημερώσεις: δεν προσφέρουν καμία απολύτως διαβεβαίωση και σίγουρα δεν μπορούν να αποτρέψουν ζημίες που θα προκληθούν σε πολίτες ή φθορές σε δημόσια κτίρια και υποδομές.
Φαίνεται ότι, όπως και στην περίπτωση του πολέμου στη Γάζα, οι πολίτες και οι εθελοντικές οργανώσεις θα υποχρεωθούν να βρουν δικές τους λύσεις για την προστασία τους. Και η κυβέρνηση θα τους κατηγορήσει αναδρομικά ότι δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα μπροστά στην προφανή απειλή.
Ταυτοχρόνως, επισημαίνεται ότι θα πρέπει να αναρωτηθεί κανείς κατά πόσο η βίαιη αντιπαράθεση με το Ιράν θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί, εάν η κυβέρνηση είχε προχωρήσει στη συμφωνία απελευθέρωσης ομήρων και είχε λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας εξομάλυνσης των σχέσεων του Ισραήλ με τη Σαουδική Αραβία και σύναψης αμυντικού συμφώνου με τη Σαουδική Αραβία και τις ΗΠΑ.
Η στρατηγική σημασία μιας τέτοιας συμμαχίας – σημειώνει το άρθρο – αποδείχθηκε τη νύχτα της 13ης-14ης Απριλίου, όταν το Ιράν εκτόξευσε εκατοντάδες πυραύλους και drones κατά του Ισραήλ. Τα κράτη της περιοχής, συμπεριλαμβανομένων της Ιορδανίας, της Σαουδικής Αραβίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, ανταποκρίθηκαν στο αμερικανικό κάλεσμα, παρέχοντας σημαντικές πληροφορίες κι επιτρέποντας στο Ισραήλ και στις ΗΠΑ να χρησιμοποιήσουν τον εναέριο χώρο τους για να αναχαιτίσουν τα ιρανικά drones και τους πυραύλους.
Μπορεί να υποθέσει κανείς – σύμφωνα με την ανάλυση – ότι, εάν είχε υπογραφεί η αμυντική συμμαχία, η τωρινή επικείμενη ιρανική απειλή θα αντιμετώπιζε μια πολύ σκληρότερη πρόκληση, δεδομένου ότι η Σαουδική Αραβία και ίσως και άλλες χώρες θα επέτρεπαν στον αμερικανικό στρατό να χρησιμοποιήσει εδάφη τους ως θέση εκτόξευσης για επιθέσεις με στόχο το ιρανικό έδαφος.
Όμως, προσώρας, η συμμαχία αυτή βρίσκεται βαθιά στη «διπλωματική κατάψυξη», η δε προαναγγελθείσα επίθεση της Τεχεράνης απειλεί όχι μόνο το Ισραήλ, αλλά κι εκείνες τις χώρες της Μέσης Ανατολής που βασίζονται στις αποτρεπτικές ικανότητες των ΗΠΑ. Θα συμφωνήσουν οι χώρες αυτές να συμμετάσχουν ξανά για να βοηθήσουν στην πρόληψη και αποτροπή της ιρανικής επίθεσης;
Η Ιορδανία – όπως αναφέρεται – φοβάται ότι το έδαφος κι ο εναέριος χώρος της θα μετατραπούν σε πεδίο μάχης, όπου θα αναγκαστεί και πάλι να εμπλακεί. Μετά την επίθεση του Απριλίου, η Ιορδανία επεξήγησε την προθυμία της να συνεργαστεί με τις ΗΠΑ και να αφήσει τη Γαλλία να αναπτύξει εγκαταστάσεις ραντάρ στο έδαφός της, υποστηρίζοντας ότι οι ιρανικοί πύραυλοι εισήλθαν στον εναέριο χώρο της και παραβίασαν την κυριαρχία της.
Το Amman χαρακτήρισε τη συμμετοχή του στην αναχαίτιση των ιρανικών drones και πυραύλων ως αυτοάμυνα, καθιστώντας, όμως, εμφατικά σαφές ότι θα ενεργούσε με παρόμοιο τρόπο κατά οποιουδήποτε θα επιχειρούσε να υπονομεύσει την κυριαρχία του στο μέλλον, δηλαδή και κατά του Ισραήλ ή άλλων χωρών.
Σύμφωνα με τη Haaretz προ δύο ημερών, ο βασιλιάς της Ιορδανίας Αμπουλάχ έστειλε τον ΥπΕξ, Αϋμάν Σαφάντι, στην Τεχεράνη σε μια επείγουσα αποστολή της τελευταίας στιγμής, προκειμένου να ζητήσει από την ιρανική ηγεσία να μην υποβάλει ξανά την Ιορδανία σε παρόμοια δοκιμασία.
Ο Σαφάντι, ο οποίος καταδίκασε με δριμύτητα τη δολοφονία του Ismail Haniyeh, χαρακτηρίζοντάς την «ένα αποτρόπαιο έγκλημα και μια πράξη κλιμάκωσης, που συνιστά παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και της εθνικής κυριαρχίας μιας χώρας», επέστρεψε από την Τεχεράνη με άδεια χέρια. Η Ιορδανία είναι πάντως απίθανο να μείνει με «σταυρωμένα χέρια», εάν ιρανικοί πύραυλοι περάσουν από το έδαφός της με κατεύθυνση το Ισραήλ.
Η εξάρτησή της από τις ΗΠΑ – όπως σημειώνεται – την έχει καταστήσει εδώ και καιρό αναπόσπαστο μέρος του περιφερειακού «δαχτυλιδιού της φωτιάς», που δημιούργησε η Ουάσιγκτον για το Ισραήλ. Ωστόσο, υπάρχουν διάφορα επίπεδα συνεργασίας και σίγουρα διάφοροι βαθμοί προθυμίας στο να συμβάλει το Amman στην αποτροπή της επίθεσης, πόσω μάλλον όταν ο Ιορδανός βασιλιάς θα πρέπει να εξηγήσει στους πολίτες του γιατί υπερασπίζεται για μία ακόμη φορά το Ισραήλ.
Παρότι η Σαουδική Αραβία δεν είναι άμεσος στόχος, αναμένεται ότι επίσης θα συνεισφέρει, τουλάχιστον με πληροφορίες της (που καθυστέρησαν την προηγούμενη φορά), στον εντοπισμό πρώιμων ενδείξεων για την ιρανική επίθεση.
Φαινομενικά, η Σαουδική Αραβία μπορεί να νιώθει προστατευμένη λόγω των ανανεωμένων (τον Μάρτιο του 2023 με κινεζική διαμεσολάβηση) σχέσεών της με το Ιράν και, κυρίως, επειδή το Ιράν θεωρεί τις στενές σχέσεις του με τη Σαουδική Αραβία ως κομβικό στοιχείο της περιφερειακής εξωτερικής πολιτικής του.
Όμως, εάν η ιρανική επίθεση λάβει πολυμέτωπο χαρακτήρα, με τη συμμετοχή των δορυφόρων της Τεχεράνης στο Ιράκ, στην Υεμένη και στον Λίβανο, η συνεργασία της Σαουδικής Αραβίας με τις ΗΠΑ θα μπορούσε να την καταστήσει στόχο για τους Χούτις.
Ο ηγέτης τους, Αμπντούλ Μάλικ αλ Χούθι, είχε απειλήσει πριν μερικές εβδομάδες τη Σαουδική Αραβία ότι δε θα δίσταζε να την πλήξει, εάν συνεχίσει να βλάπτει την οικονομία τους, «παγώνοντας» τις δραστηριότητες των τραπεζών τους στην πρωτεύουσα Sanaa. (…)
Σε αντίθεση όμως με το Ισραήλ, το οποίο λαμβάνει δημόσιες και έμπρακτες υποσχέσεις των ΗΠΑ ότι θα το συνδράμουν σε περίπτωση επίθεσης, δεν υπάρχει αντίστοιχη αμερικανική δέσμευση προς τους Σαουδάραβες.
Η Σαουδική Αραβία, όπως και άλλες χώρες στη Μέση Ανατολή, πρέπει να προετοιμαστεί για την πιθανότητα να αναλάβει ο Ντόναλντ Τραμπ την ηγεσία των ΗΠΑ. Ελλείψει αμυντικού συμφώνου με τις ΗΠΑ, πρέπει να αξιολογήσει τη δέσμευση τους να βοηθήσουν, εάν, ως συνέπεια για τη συνεργασία της στην αποτροπή της σχεδιαζόμενης ιρανικής επίθεσης κατά του Ισραήλ, καταστεί η ίδια στόχος.
Στην ανάλυση σημειώνεται πως στο μωσαϊκό των διπλωματικών προσπαθειών που καταβάλλουν οι ΗΠΑ μετά τη δολοφονία Haniyeh, σε μια προσπάθεια να περιοριστεί η ιρανική απάντηση, συμπεριλαμβάνεται και η Τουρκία, της οποίας ο Πρόεδρος Erdogan απείλησε πριν μια εβδομάδα με εισβολή στο Ισραήλ: «Πρέπει να είμαστε πολύ ισχυροί, ώστε το Ισραήλ να μην μπορεί να κάνει αυτά που κάνει στην Παλαιστίνη.
Όπως μπήκαμε στο Καραμπάχ, όπως μπήκαμε στη Λιβύη, μπορούμε να κάνουμε το ίδιο και σ’ αυτούς (στο Ισραήλ)», δήλωσε.
Οι δηλώσεις Ερντογάν προκάλεσαν την άμεση- αλλά όχι λιγότερο γελοία- απάντηση του Ισραηλινού ΥπΕξ Κατζ, αλλά και μια οργισμένη απάντηση από το Αζερμπαϊτζάν: ο Πρέσβυς του στην Άγκυρα, Ρασάντ Μαμάντοφ, απέστειλε στον Τούρκο Υφυπουργό Εξωτερικών μια οργισμένη επιστολή της κυβέρνησής του αναφορικά με την τοποθέτηση Ερντογάν, ενώ υψηλόβαθμος Αζέρος αξιωματούχος του Υπουργείου Άμυνας δήλωσε σε δημοσιογράφους: «Δεν υπάρχει βάση για ισχυρισμούς σχετικούς με εμπλοκή στρατιωτικού προσωπικού οποιασδήποτε χώρας στις μάχες για την εδαφική ακεραιότητα και κυριαρχία του Αζερμπαϊτζάν».
Αν και τουρκικές δυνάμεις δεν επιχείρησαν στο Ναγκόρντο – Καραμπάχ στον πόλεμο το 2020, η Τουρκία και το Ισραήλ βοήθησαν τους Αζέρους με όπλα και πυρομαχικά, ειδικά με τουρκικά drones.
Όπως επισημαίνεται στη δε περίπτωση της Λιβύης, η τουρκική παρέμβαση ήταν αμεσότερη και περισσότερο ενεργή, με Τούρκους διοικητές και συμβούλους να βοηθούν απ’ ευθείας την αναγνωρισμένη κυβέρνηση ενάντια στα αποσχιστικά στοιχεία.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία έστειλε στη Λιβύη Σύρους αντάρτες, οι οποίοι δρούσαν στο πλαίσιο πολιτοφυλακών που υποστηρίζονταν από την Άγκυρα. Ίσως ο Erdogan να σχεδιάζει να τους στείλει ως τουρκική task force και κατά του Ισραήλ.
Όμως, πέρα από τις αβάσιμες δηλώσεις Ερντογάν, την κήρυξη τουρκικού εθνικού πένθους για τον θάνατο του Haniyeh και τη μεσίστια σημαία στην Πρεσβεία της χώρας στο Τελ Αβίβ, η Άγκυρα συνεχίζει το οικονομικό της εμπάργκο κατά του Ισραήλ, ενώ από την έναρξη του πολέμου στη Γάζα «μπλοκάρει» τη συνεργασία του με το ΝΑΤΟ, μεταξύ άλλων παρεμποδίζοντας τη διεξαγωγή κοινών συναντήσεων και συνομιλιών μεταξύ Ισραηλινών εκπροσώπων και της Διοίκησης του οργανισμού.
Την περασμένη Κυριακή ο Τούρκος ΥΠΕΞ Φιντάν, επισκεπτόμενος την Αίγυπτο, ανακοίνωσε ότι η Τουρκία θα συμμετάσχει στην προσφυγή της Νοτίου Αφρικής κατά του Ισραήλ ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Όμως, όπως και πριν την επίθεση της 13ης- 14ης Απριλίου, όταν η Τουρκία είχε λάβει εκ των προτέρων ειδοποίηση από το Ιράν για τα σχέδια και το εύρος των πληγμάτων του κατά του Ισραήλ και από την Ουάσιγκτων τής είχε ζητηθεί να ασκήσει επιρροή στην Τεχεράνη, ώστε να περιοριστεί το εύρος της επίθεσής της κατά του Ισραήλ, έτσι και τώρα εμπλέκεται σε διπλωματικές κινήσεις εις βάρος του Ιράν.
Η Haaretz επισημαίνει ότι την προηγούμενη εβδομάδα η Τουρκία πέτυχε ένα εντυπωσιακό διεθνές ορόσημο, λαμβάνοντας τον έπαινο και την έκφραση ευγνωμοσύνης των ΗΠΑ για τον σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε στην επίτευξη της μεγάλης συμφωνίας ανταλλαγής κρατουμένων μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία επιδεικνύει τις επιτυχημένες διαμεσολαβητικές της ικανότητες σε συμφωνίες ανταλλαγής κρατουμένων ή σε άλλες διεθνείς συμφωνίες, όπως σ’ αυτή για τα σιτηρά μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας εν μέσω πολέμου.
Όμως, παραμένει αβέβαιο κατά πόσο η Άγκυρα είναι σε θέση να πείσει την Τεχεράνη να περιορίσει την κλίμακα της επίθεσής της, παρά τη σημασία που η τελευταία αποδίδει στις σχέσεις της με την Άγκυρα ως προς τα κοινά περιφερειακά τους συμφέροντα.
Κλείνοντας η ανάλυση της Haaretz σημειώνει ότι η Τουρκία, η οποία απέδωσε τον Απρίλιο την ευθύνη για την ιρανική επίθεση στο Ισραήλ, έχει δηλώσει πως το τελευταίο πρέπει να τιμωρηθεί για τη δολοφονία Χανίγια. Ωστόσο, εξετάζει και το δικό της πολιτικό όφελος, αναγνωρίζοντας ότι ένας περιφερειακός πόλεμος δεν εξυπηρετεί στην παρούσα φάση τα συμφέροντά της.
Και δεν είναι η μόνη. Φαίνεται ότι όλες οι χώρες της περιοχής προετοιμάζονται όχι μόνο για τη στρατιωτική επίθεση, αλλά και για το νέο πολιτικό τοπίο που είναι πιθανό να διαμορφωθεί από τη σύγκρουση Ισραήλ- Ιράν.