Στην άγρια ζούγκλα, δύο θηρία συναντιούνται τυχαία. Δεν έχουν σκοπό να τσακωθούν αυτή τη φορά, απλώς εκεί τα έφερε ο δρόμος. Κοιτιούνται από απόσταση, ζυγίζουν το ένα το άλλο. Τα πράγματα μπορούν να πάνε πολύ άσχημα –μια λάθος κίνηση είναι αρκετή για να ξεσκίσουν το ένα το άλλο, για να επιβιώσει ο ισχυρότερος. Δεν είναι όμως απαραίτητο πως αυτή θα είναι η κατάληξη. Για εκείνες τις στιγμές που τα δύο θηρία κοιτάζονται στα μάτια, όλα είναι ανοιχτά: από το να συνεχίσει το καθένα τον δρόμο του, χωρίς πρόβλημα, μέχρι το να φτιάξουν μαζί τη δική τους αγέλη.
Σ’ αυτήν την κρίσιμη φάση βρίσκονται ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ: το ερχόμενο φθινόπωρο δεν θα μοιάζει με κανένα από τα προηγούμενα για τα κόμματα της Κεντροαριστεράς, καθώς η συνθήκη στην οποία συναντιούνται, ως οι βασικές προοδευτικές δυνάμεις της αντιπολίτευσης, είναι εντελώς πρωτόγνωρη. Ο ΣΥΡΙΖΑ ετοιμάζεται για καταστατικές αλλαγές που κανείς δεν αποκλείει ότι μπορεί να φτάσει έως το δεύτερο συνθετικό του ονόματός του και σίγουρα θα επηρεάσουν τη δομή του, ενώ το ΠΑΣΟΚ σχεδόν αναπάντεχα βρίσκεται μπροστά σε μια διαδικασία αλλαγής ηγεσίας που, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, αλλάζει εντελώς τα δεδομένα για το κόμμα. Τα όσα συμβαίνουν στη μια πλευρά δεν περνούν απαρατήρητα στην άλλη, καθώς τα δύο κόμματα μοιράζονται, θέλουν δεν θέλουν, την ίδια εκλογική βάση, το ίδιο κομματικό ακροατήριο: οι περισσότεροι ψηφοφόροι του τελευταίου «μεγάλου ΠΑΣΟΚ» του 2009 πέρασαν, κάποια στιγμή τα τελευταία δέκα χρόνια, από τον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ακόμα και τα στελέχη που τελικά εγκαταστάθηκαν στην Κουμουνδούρου δεν έπαψαν ποτέ, στις ιδιωτικές τους συζητήσεις να περιγράφουν τον εαυτό τους ως «βέρο πασόκο», προσπαθώντας να τοποθετήσουν την πασοκική κληρονομιά στο νέο κόμμα. Οι συγκρούσεις του παρελθόντος, άλλωστε, σφοδρές και υπαρξιακές για το ΠΑΣΟΚ που κατάφερε να κρατηθεί όρθιο στην πιο βαθιά κρίση της 50χρονης πορείας του, είχε αυτόν τον πυρήνα: κανένας δεν μπορούσε να κερδίσει όσο ο άλλος ήταν ζωντανός.
Οι συνθήκες, ωστόσο, πλέον έχουν αλλάξει. Το τελευταίο αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές, που άφησε την κεντροαριστερή μάχη χωρίς καθαρό νικητή και τα δύο κόμματα πολύ κοντά στα ποσοστά, δημιουργούν συνθήκες τελευταίας ευκαιρίας είτε για το ένα είτε για το άλλο, αλλά παράλληλα κάνει πολλούς να αναρωτιούνται γιατί τα δύο κόμματα δεν μπορούν να ακολουθήσουν το παράδειγμα άλλων προοδευτικών δυνάμεων στην Ευρώπη, που βρήκαν με κάποιο τρόπο κοινό βηματισμό απέναντι στους (κεντρο)δεξιούς αντιπάλους τους. Παράλληλα, η αλλαγή ηγεσίας στον ΣΥΡΙΖΑ ανακάτεψε την τράπεζα για τα καλά, γιατί δεν έκανε μόνο τους παλιούς πασόκους να κοιτούν με το ένα μάτι στο ένα κόμμα και με το άλλο στο άλλο: υπάρχουν και παραδοσιακά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, που επίσης παραδοσιακά τάσσονται υπέρ της συνεννόησης των κομμάτων, που παρατηρούν με ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα στο ΠΑΣΟΚ, αναγνωρίζοντας στη διαδικασία όχι απαραίτητα την ανάδειξη μιας ηγεσίας πιο δεκτικής στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά πως ως γεγονός αποτελεί σημείο καμπής για την εξέλιξη των διεργασιών στην Κεντροαριστερά – και αυτοί δεν βρίσκονται απαραίτητα σήμερα στην πλευρά του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. Από την άλλη, το εσωκομματικό ρήγμα που παρατηρήθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο διάστημα, αλλά και οι κόντρες με αφορμή το καταστατικό συνέδριο, έχουν μπει στο κάδρο επίσημα και ανεπίσημα για το ΠΑΣΟΚ, που βλέπει τη δυνατότητα προσέλκυσης ενός ακροατηρίου που «θέλει να κοιτάξει μπροστά» και να μην αναλώνεται σε εσωκομματικές κόντρες που δεν φαίνεται να έχουν στόχο. Κι αυτός ο στόχος ακόμα, όμως, μπορεί να είναι πιο εύκολα εφικτός, αν στο ΠΑΣΟΚ τα πράγματα αλλάξουν – οι πιο κυνικοί παρατηρητές στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν πως στην αξιωματική αντιπολίτευση υπάρχουν στελέχη που διαφωνούν με τη σημερινή ηγεσία και θα ήθελαν «να έχουν εναλλακτική» πριν κάνουν το μεγάλο βήμα της εξόδου – πράγμα που εκτιμούν πως θα υπάρχει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, μετά τις εσωκομματικές εκλογές στο ΠΑΣΟΚ, που θα έχουν σφραγίσει το πρόσωπο της ηγεσίας στη μια πλευρά του κεντροαριστερού πλαισίου για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, άρα και για την κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση του 2027.
Τη θεωρία πως οι δύο πλευρές είναι συγκοινωνούντα δοχεία, όπου οι εξελίξεις του ενός επηρεάζουν τον άλλο, αρνούνται, σχεδόν αυτόματα, τόσο από την πλευρά της Κουμουνδούρου όσο και από αυτή της Χαριλάου Τρικούπη. Ολη η στρατηγική Κασσελάκη για την επόμενη μέρα του ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στο γεγονός ότι το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν μπορεί να περιμένει τους υπόλοιπους και τις επιλογές που θα κάνουν (ακόμα κι αν αυτές είναι τόσο σημαντικές όσο μια αλλαγή ηγεσίας) για να αναμορφωθεί και να εξελιχθεί σε ένα κόμμα που θα περιλαμβάνει και την Κεντροαριστερά – ακόμα και η συμβολική επιλογή της χρονικής τοποθέτησης του συνεδρίου τις ίδιες μέρες με τις εκλογές του ΠΑΣΟΚ τον Οκτώβριο δείχνουν αυτή την επιλογή. Αν κάτι ο Κασσελάκης ξέρει πολύ καλά, αυτό είναι επικοινωνία, ωστόσο τα ταυτόχρονα δρώμενα πιθανό να αποτρέψουν και μερικούς ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ από το να μπουν στον πειρασμό να πάνε να ψηφίσουν – δεδομένο που δεν θα διευκόλυνε μόνο μια από τις ενδιαφερόμενες πλευρές, αν τελικά επιβεβαιωθεί στην πράξη.
Η Χαριλάου Τρικούπη είχε ενδεχομένως άλλες βλέψεις για τη στάση που θα τηρούσε μετά την ευρωκάλπη, ωστόσο η αμφισβήτηση της στρατηγικής της ηγεσίας, που ουσιαστικά εξώθησε στην πρόωρη προσφυγή στη βάση του κόμματος, άλλαξε τα δεδομένα για το κόμμα. Ο Ανδρουλάκης έχει στήσει το αφήγημά του για τις κάλπες γύρω από τη διασφάλιση της πολιτικής του αυτονομίας («παρέλαβα κόμμα, δεν θα παραδώσω συνιστώσα»), αποδίδοντας περισσότερο ή λιγότερο έμμεσα σε αντιπάλους του προθέσεις για συγκολλήσεις κομμάτων και ανεδαφικούς σχεδιασμούς. Η ισορροπία, επομένως, είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη ως προς το ποιες και πόσες ματιές μπορεί να ρίξει προς την πλευρά του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η λογική πως καλύτερα οι εξελίξεις στα δύο κόμματα να γίνονται παράλληλα, πάντως, έχει το ενδιαφέρον της και για τους υπόλοιπους υποψηφίους, καθώς θα μπορούσε να επικυρώσει τη σταθερότητα του ενός κόμματος έναντι του άλλου: στο ΠΑΣΟΚ ήδη από τώρα όλοι οι υποψήφιοι πρόεδροι έχουν δεσμευθεί πως θα παραμείνουν στην παράταξη και θα την υπηρετήσουν –πράγμα που σημαίνει πως όσο σκληρή κι αν είναι η σύγκρουση ανάμεσά τους όλο το επόμενο διάστημα, αυτή θα λήξει την επομένη των εκλογών. Αυτό το δεδομένο επιτρέπει σε όποιον κερδίσει τις εκλογές να αναδειχθεί αυτόματα πρωταγωνιστής των εξελίξεων στην Κεντροαριστερά, την ώρα που οι εξελίξεις στο όμορο κόμμα μπορεί να μην είναι ούτε τόσο συγκεκριμένες ούτε τόσο «καθαρές» ως προς το αποτέλεσμά τους.