Η διαφοροποίηση των γυναικοκτονιών από τις υπόλοιπες ανθρωποκτονίες και ο χαρακτηρισμός τους ως εγκλήματα μίσους τις καθιστά ευρύτερα ορατές δίνοντας την εντύπωση μιας τρομερής έξαρσης. Τέτοια έξαρση δεν υπάρχει· αντιθέτως, υπάρχει κοινωνική και νομική εξέλιξη: εκτός του ότι ο δόλιος όρος «έγκλημα πάθους» αντικαταστάθηκε από τον ακριβέστερο και δικαιότερο «έγκλημα μίσους» –ο οποίος αναδεικνύει την αληθινή φύση των γυναικοκτονιών– οι γυναίκες ενθαρρύνονται, επιτέλους, να καταγγέλλουν την κακοποίηση.
Αν και η λέξη «γυναικοκτονία» ακούγεται σαν νεολογισμός, ο αγγλικός όρος femicide χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1801· το 1848 περιελήφθη στο Νομικό Λεξικό Wharton’s. Στη συνέχεια, τα φεμινιστικά κινήματα του 20ού αιώνα συζήτησαν τις γυναικοκτονίες στο πλαίσιο της διάχυτης μισογυνίας· η πατριαρχική βία δεν είναι ανακάλυψη των κινημάτων woke του 21ου αιώνα. Έχουν προηγηθεί αγώνες, επιτυχίες και αποτυχίες, διαμάχες και στατιστικές – σύμφωνα με τις οποίες, οι βάρβαρες πράξεις εναντίον των γυναικών συμβαίνουν εξαιτίας του φύλου, όχι ανεξάρτητα από αυτό· πρόκειται για εκδηλώσεις φυλετικής (όχι «έμφυλης»: οι πράξεις δεν έχουν φύλο) απέχθειας και σαδισμού. Ο σαδισμός μπορεί να πάρει διαστάσεις μαζικού εγκλήματος, γενοκτονίας κατά κάποιον τρόπο: στο πρόσφατο παρελθόν, σε χώρες της Λατινικής Αμερικής όπου εκτυλίσσονταν εμφύλιες διαμάχες, ο όρος «γυναικοκτονία» χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει δολοφονίες εκ μέρους συμμοριών οι οποίες διέπρατταν φρικαλεότητες.
Η αυταπάτη ανωτερότητας έναντι των γυναικών, οι νοσηρές απολαύσεις, η διεκδίκηση δικαιώματος ιδιοκτησίας, η αντικειμενοποίηση μπορούν να οδηγήσουν σε ποικιλία εγκλημάτων: λεκτική και σωματική κακομεταχείριση, βιασμό, βασανιστήρια, σεξουαλική σκλαβιά και πορνεία, αιμομεικτική και εξω-οικογενειακή κακοποίηση, ψυχολογική βία, παρενόχληση (στον δημόσιο χώρο, στους τόπους εργασίας, στο σχολείο), ακρωτηριασμούς γεννητικών οργάνων, βίαιες γυναικολογικές επεμβάσεις, ψυχοχειρουργική, τραμπουκισμούς. Όλα αυτά είναι μορφές τρομοκρατίας που, δυνάμει, θέτουν σε κίνδυνο την ακεραιότητα και τη ζωή των γυναικών. Όσο για τη γυναικοκτονία, είναι η ακραία εκδήλωση της μισογυνίας· η σεξιστική παρόρμηση πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αν και υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους πολιτισμούς. Σε ορισμένους –στον Τρίτο Κόσμο, στη Μεσόγειο– η μισογυνία είναι πολιτιστικό θεμέλιο που περιλαμβάνει εξόντωση θηλυκών βρεφών, ομαδικές εκτρώσεις και θανάτους που σχετίζονται με την αποτυχία των κοινωνικών θεσμών (π.χ. με την ποινικοποίηση της άμβλωσης) παραμέληση των θηλυκών παιδιών και εγκλήματα «τιμής».
Πάνω από τις μισές γυναικοκτονίες διαπράττονται από πρόσωπα οικεία στο θύμα: συζύγους, εραστές, πρώην ή νυν, γονείς και αδελφούς. Συχνά, το εμφανές κίνητρο των ανδρών είναι η ζήλεια· η αποτυχία του ελέγχου και της κατοχής των γυναικών, το αίσθημα κατωτερότητας, ανημπόριας ή ανεπάρκειας. Οι σχετικές έρευνες δείχνουν το αυτονόητο: ο εθισμός των ανδρών στο αλκοόλ και στα ναρκωτικά, καθώς και η οπλοκατοχή αυξάνουν τον κίνδυνο γυναικοκτονίας. Ειδικά στις ΗΠΑ, περίπου το 67% των γυναικοκτονιών –14 ημερησίως– διαπράττεται με πυροβόλο όπλο. Όσο για χώρες όπως η Ελλάδα, όπου μέχρι πρότινος τα ήθη ήσαν οθωμανικά, η «Στέλλα» υπόσχεται, υπό πίεση, να παντρευτεί τον Μίλτο, τον στήνει στην εκκλησία κι εκείνος τη μαχαιρώνει: το έγκλημα του Μίλτου ρομαντικοποιείται όπως στην ιστορία της Κάρμεν ρομαντικοποιείται το έγκλημα του Ντον Χοσέ. Τη σκότωσε επειδή την αγαπούσε. Εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή. Το μακρύ χρονικό της ανδρικής βίας έχει καταγραφεί στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, στο θέατρο, στις εικαστικές τέχνες και έχει μελετηθεί σε άφθονη βιβλιογραφία: το μείζον ζήτημα σήμερα δεν είναι η θεωρητική ανάλυση του προβλήματος αλλά η πρακτική του αντιμετώπιση.
Μπορούν οι γυναικοκτονίες να θεωρηθούν σύγχρονη επιδημία; Σίγουρα πρόκειται για «επιδημία» αλλά δεν νομίζω ότι χαρακτηρίζει την εποχή μας περισσότερο από περασμένες εποχές. Ωστόσο, έχουμε δρόμο μπροστά μας: σε πολλές κουλτούρες η πατρική κατάχρηση εξουσίας εκλαμβάνεται ακόμα ως «φυσική», ως αναπόφευκτο μέρος της γυναικείας διαπαιδαγώγησης: «Σε δέρνω για το καλό σου!», κατά το σαιξπηρικό «I must be cruel only to be kind». Όσο για την ανδρική διαπαιδαγώγηση, παραμένει τόσο στρεβλή, ώστε, μέσα από οιδιπόδεια παθολογία και φοβίες ευνουχισμού, να καταλήγει σε αναπαραγωγή της βίας. Φαίνεται ότι πολλές μητέρες αποτυγχάνουν, πιθανότατα εξαιτίας της δικής τους εσωτερικευμένης μισογυνίας, να αναθρέψουν άνδρες που να σέβονται τις γυναίκες και τον εαυτό τους.
Σήμερα, το υψηλότερο ποσοστό γυναικοκτονιών σημειώνεται στην υποσαχάρια Αφρική και στη Λατινική Αμερική, αλλά τα δεδομένα δεν είναι αξιόπιστα, εφόσον δεν μπορεί να μετρηθούν οι κρυφές γυναικοκτονίες. Προστίθεται ο αριθμός των αυτοκτονιών που είναι δύσκολο να καθοριστεί με ακρίβεια: πάντως, φαίνεται ότι π.χ. στο Νεπάλ, η αυτοκτονία είναι η κύρια αιτία θανάτου των γυναικών, ιδιαίτερα σε αναπαραγωγική ηλικία, με αίτια όπως η ενδοοικογενειακή κακοποίηση, ο αναγκαστικός γάμος, η εκδίωξη των χηρών και η απουσία δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και κινητικότητας. Τα νομικά συστήματα που βασίζονται στο Ισλάμ και στον κομφουκιανισμό δεν αποθαρρύνουν τη βία εναντίον των γυναικών: ακόμα και σε ανεπτυγμένες χώρες όπως η Νότια Κορέα, οι γυναίκες είναι ανήμπορες μπροστά στον νόμο που ευνοεί, παραβλέπει ή συγχωρεί την ανδρική βαναυσότητα. Στην Τουρκία, στο Πακιστάν, στην Ινδία, στο Μαγκρέμπ, καθώς και στις αντίστοιχες κοινότητες της διασποράς, υπολογίζεται ότι πάνε άκλαυτες σε εγκλήματα «τιμής» πάνω από 5.000 γυναίκες.
Ο αντιφεμινισμός επιδεινώνεται από τη μαγεία και τη θρησκεία, τον συμπλεγματικό υπερανδρισμό (machismo), την παραδοσιακή πατριαρχία, τον ρατσισμό κι από ενδεχόμενες συνθήκες πολέμου οι οποίες απελευθερώνουν τα ένστικτα των ανδρών προς κτηνώδεις πράξεις. Αυτά τα ένστικτα είναι αναμφισβήτητα: οι άνδρες διαπράττουν πολύ περισσότερα βίαια εγκλήματα από τις γυναίκες, τείνουν να χρησιμοποιούν ειδεχθέστερες μεθόδους και απευθύνονται κατά προτίμηση σε γυναίκες. Από την πλευρά τους, οι γυναίκες, ακόμα και στη σπάνια περίπτωση που είναι serial killers, δεν επικεντρώνονται αποκλειστικά σε θύματα-άνδρες.
Δύο πράγματα μπορούν να γίνουν σε ορίζοντα μιας γενιάς: 1) να μάθουν οι γυναίκες να μην ανέχονται καμιά μορφή βίας και να την αναφέρουν χωρίς αισχύνη ή ενοχή στις αστυνομικές αρχές και 2) να αποκτηθεί μια νομική τάξη που να μην αφήνει κανένα περιθώριο δράσης στους κακοποιητές.