Με καλούς οιωνούς μοιάζει να ξεκινάει τη διάρκειας μόλις 100 ημερών πορεία της προς τις προεδρικές εκλογές της 5ης Νοεμβρίου η Κάμαλα Χάρις. Το τοπίο στους Δημοκρατικούς ξεκαθάρισε πολύ γρήγορα, καθώς το σύνολό τους στρατεύτηκε στο πλευρό της νυν αντιπροέδρου, με αποτέλεσμα το συνέδριο του Σικάγο στις 19-22 Αυγούστου να φαντάζει ως τυπική διαδικασία με πανηγυρικό χαρακτήρα.
Οι «χορηγοί» του κόμματος, από την πλευρά τους, έσπευσαν να την εφοδιάσουν με μια γενναία… προίκα, όπως αποδεικνύει και το γεγονός ότι μόλις τρία 24ωρα μετά την ανακοίνωση του Τζο Μπάιντεν ότι παραιτείται και την «υιοθετεί», το επιτελείο της είχε συγκεντρώσει πάνω από 125 εκατομμύρια δολάρια – ισχυριζόμενο, μάλιστα, ότι οι δύο στους τρεις που έβαλαν τώρα το χέρι στην τσέπη το έκαναν για πρώτη φορά. Οσο για το κερασάκι στην τούρτα, ήρθε με τις πρώτες δημοσκοπήσεις, που έδιναν στη νυν αντιπρόεδρο καλύτερα ποσοστά σε σύγκριση με τον Μπάιντεν, ενώ μία την εμφάνισε και να προηγείται σε πανεθνικό επίπεδο του Ντόναλντ Τραμπ.
Ολα καλά μέχρις εδώ, λοιπόν. Σε βαθμό δε που το χαμόγελο να έχει επιστρέψει στα χείλη των μέχρι πρότινος απελπισμένων στελεχών και οπαδών των Δημοκρατικών, οι οποίοι ελπίζουν πάλι ότι αυτή η μάχη δεν είναι χαμένη από χέρι και αξίζει να τη δώσουν. Η αλλαγή κλίματος έφτασε, μάλιστα, να αποτυπωθεί και εκτός συνόρων: Για του λόγου το αληθές, ο καγκελάριος της Γερμανίας Ολαφ Σολτς, στην τελευταία του συνέντευξη πριν από τις θερινές διακοπές (και αφού διαβεβαίωσε όσους αγωνιούσαν ότι ο ίδιος δεν θα ακολουθήσει τον δρόμο του Μπάιντεν και θα είναι πάλι υποψήφιος το 2025…), εξέφρασε την εκτίμηση ότι «είναι πολύ πιθανό η Κάμαλα Χάρις να κερδίσει τις εκλογές» καθώς, όπως είπε, πρόκειται για «ικανή και έμπειρη πολιτικό, η οποία ξέρει πολύ καλά τι κάνει».
Ευφορία μοιάζει να επικρατεί και στις τάξεις των Αφροαμερικανών και των άλλων μειονοτήτων, κυρίως των ισπανόφωνων Λατίνων, καθώς πιστεύουν ότι με τη Χάρις στον Λευκό Οίκο οι διακρίσεις σε βάρος τους θα μειωθούν. Είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι εξακολουθεί να τους «κυνηγά» η απογοήτευση που τους άφησαν οι δύο τετραετίες του Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος έκανε πολύ λιγότερα από όσα είχε υποσχεθεί και από όσα περίμεναν από αυτόν – μόνο που, όπως είναι γνωστό, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
Οπως λέει ο σοφός λαός, βεβαίως, «άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας». Με άλλα λόγια: Αυτή η αναμέτρηση δεν θα είναι όμοια με εκείνη του 2020 ανάμεσα σε Μπάιντεν και Τραμπ, ούτε θα διεξαχθεί με τους ίδιους όρους όπως στην περίπτωση που ο νυν πρόεδρος δεν είχε κάνει πίσω. Οσο για τα φαινόμενα, είναι πολύ πιθανό να απατούν – έστω κι αν ο χρόνος που απομένει προμηνύει έναν αγώνα ταχύτητας και όχι έναν μαραθώνιο, άρα θεωρητικά το προβάδισμα ανήκει στον «λαγό».
Αναμφίβολα, η 59χρονη πρώην γενική εισαγγελέας της Καλιφόρνιας, με το φωτεινό χαμόγελο και καταγωγή από την Τζαμάικα και την Ινδία, προτίθεται να εκμεταλλευτεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο όλα τα δυνατά χαρτιά της. Θα επιχειρήσει, αναμφίβολα, να μετατρέψει σε μπούμερανγκ κατά του αντιπάλου της ένα από τα βασικά του «όπλα» μέχρι την περασμένη Κυριακή, την «προχωρημένη ηλικία», καθώς τώρα είναι αυτός που φαντάζει γέρος απέναντί της. Θα προσπαθήσει, ταυτόχρονα, να δημιουργήσει την εντύπωση ότι φέρνει έναν αέρα αλλαγής και νέες ιδέες στους «βαλτωμένους» Δημοκρατικούς – που μέχρι σήμερα ενώνονταν κυρίως λόγω της αντίθεσής τους στον Τραμπ, όπως περίπου συνέβη με το Νέο Λαϊκό Μέτωπο της Γαλλίας απέναντι στη Λεπέν – και συνολικά στη χώρα, η οποία μοιάζει να αντιμετωπίζει μια κρίση ταυτότητας και προσανατολισμού.
Θα κάνει τα πάντα για να πείσει, τέλος, ότι ως πρόεδρος θα φέρει καλύτερες μέρες στους Αμερικανούς των ταλαντευόμενων Πολιτειών που θεωρούνται «κλειδιά», εκεί όπου αναμένεται να κριθεί το αποτέλεσμα των εκλογών. Απαλύνοντας, εκτός των άλλων, τις συνέπειες που είχε για εκατομμύρια από αυτούς η «φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», της οποίας η ίδια είναι «παιδί», έχοντας το προφίλ μιας τυπικής Καλιφορνέζας.
Θα τα καταφέρει, όμως; Δεν είναι λίγοι εκείνοι που αμφιβάλλουν – ανάμεσά τους και ο «Economist», στην παρακάτω ανάλυση του οποίου αξίζει να δώσουμε βάση: «Γενικώς, υπάρχουν δύο δρόμοι για να λάβει κανείς το χρίσμα του υποψήφιου προέδρου ενός από τα δύο μεγάλα κόμματα της Αμερικής. Ο ένας είναι να αναδειχθεί από το εσωτερικό τους, εκμεταλλευόμενος ένα οικογενειακό όνομα, μια μακρά πορεία στο Κογκρέσο ή τη στήριξη κάποιων ισχυρών της παλιάς γενιάς – όπως έκαναν οι δύο Μπους και ο Τζο Μπάιντεν. Ο άλλος είναι να επιβληθεί ερχόμενος (-η) από τα έξω, με το χάρισμα που διαθέτει και την αύρα του – όπως συνέβη με τον Μπαράκ Ομπάμα και τον Ντόναλντ Τραμπ. Η Κάμαλα Χάρις ανήκει εμφατικά στην πρώτη κατηγορία (…) Είναι δημιούργημα της θεσμικής πολιτικής, όχι μια οραματίστρια ή ιδεολόγος».
Εάν αυτό ισχύει, τότε ο Τραμπ έχει ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα στα χέρια του. Τόσο επειδή επιμένει (αποτελεσματικά ως τώρα) ότι αυτό ακριβώς το «σύστημα» που ανέδειξε τη Χάρις έχει οδηγήσει εδώ τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες ισχυρίζεται πως μόνο αυτός μπορεί ξανά να κάνει μεγάλες. Οσο και διότι προειδοποιεί πως η αντίπαλός του θα ακολουθήσει μια χρεοκοπημένη, σύμφωνα με τον ίδιο και πάρα πολλούς Αμερικανούς, παράδοση των τελευταίων δύο Δημοκρατικών προέδρων και δεν θα πραγματοποιήσει μια «τομή», είτε στην εσωτερική είτε στην εξωτερική πολιτική – κάτι που φρόντισε να ενισχύσει και η αντιπρόεδρος «αποθεώνοντας» τις επιδόσεις του Μπάιντεν και διαμηνύοντας ότι θα συνεχίσει στον δρόμο που ο ίδιος έχει χαράξει.