Κι έρχεται εκείνη η εποχή του χρόνου που θέλεις να τα κρατήσεις όλα απέξω. Να κλείσεις για λίγο τους ήχους και τις εικόνες, για μια παρένθεση ησυχίας και γαλήνης. Σίγαση στις νότες του κομψού επαναστατικού χάους που έρχονται από τη Γαλλία, στα spoiler alerts από το επερχόμενο ανατριχιαστικό υπερθέαμα στην Αμερική. Να μην ξέρεις για το σύστημα λογισμικών που κρασάρει και κρατάει τα αεροπλάνα στο έδαφος (και να μη σκέφτεσαι κι αν μετά κρασάρει το σύστημα που κρατάει τα αεροπλάνα στον αέρα;), να μην ξέρεις για τους πάγους που λιώνουν, και τους πολέμους, και πόσο θ’ ανέβουν οι τιμές και τα νοίκια τον χειμώνα.
Σαν σήμερα, λένε, το 776 π.Χ., έγινε στην Ολυμπία ο πρώτος καταγεγραμμένος εορτασμός των – αν όχι σαν σήμερα, κάπου μέσα Ιουλίου. Κι όσo κι αν άλλαξε αυτός ο κόσμος, ο ελληνικός Ιούλιος δεν αλλάζει και τόσο: μες στη ζέστη, με τα τζιτζίκια να ωρύονται και το χώμα να βράζει. «Πολλά ενοχλητικά και κουραστικά πράγματα υπάρχουν στη ζωή, και στους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν είναι το ίδιο άσχημα τα πράγματα; Δεν σε ψήνει η ζέστη; Δεν σε τσαλαπατάει το πλήθος; Δεν είναι δύσκολο να πλυθείς;», αναρωτιόταν ο Επίκτητος τον 1ο αι. μ.Χ. και μετά κατέληγε (ως στωικός): «Ανέχου και απέχου». Να ανέχεσαι και να απέχεις. Να λοιπόν που σ’ αυτό το τελευταίο, το Απέχου, εναποθέτεις κι εσύ, αυτήν την εποχή του χρόνου, τις ελπίδες σου για λίγη ηρεμία, για να φορτώσεις τις παροιμιώδεις μπαταρίες σου, για να καθαρίσεις τις σκέψεις σου.
Και πας στα νησιά και στα βουνά, σε πατρικά και σε ενοικιαζόμενα και σε φίλους, σε πόλεις ελληνικές ή ξένες. Το καταφύγιό σου θα είναι μια παραλία ή η σκιά ενός δέντρου, η ουρά μπροστά από κάποιο αριστούργημα της τέχνης ή η ουρά μπροστά από έναν μπάρμαν. Δεν έχει σημασία πού είσαι, το θέμα είναι να απέχεις. Για λίγο. Να μη σε βρίσκει η βοή του κόσμου. Κάτω από το αλμυρίκι ή το καφασωτό του beach bar δεν σε βρίσκει η Γάζα και η Ουκρανία, ο λογαριασμός της πιστωτικής σου κι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού σου. Αλλά σε βρίσκει εκείνο το άλλο. Εκείνο που αποφεύγεις όλον το χρόνο με το να αντιμετωπίζεις όλα τα άλλα, με το να κρύβεσαι πίσω απ’ όλα τα άλλα. Εκείνη η σκέψη που τόσο καιρό τώρα (είναι μήνες; Είναι χρόνια;) έχει κουρνιάσει στο πίσω μέρος του μυαλού σου και περιμένει να σε βρει ήσυχο, ακίνητο, άπραγο, με το βλέμμα στο πουθενά. Εκεί σε βρίσκει αυτό που μήνες ή και χρόνια τώρα (ήσουν τότε ακόμα παιδί;), καλοκαίρια και καλοκαίρια, σε περιμένει για να σου θυμίσει κάτι που κουβαλάς μέσα σου. Κάτι που είσαι, κάτι παραπάνω απ’ όσα λες πως είσαι. Πόσο ανθεκτικά και πεισματάρικα αναδύεται μόλις του ανοίξεις τον ελάχιστο χώρο στις σκέψεις σου. Πόσο αδύνατον είναι, μέσα στον ελάχιστο αυτό χώρο, να του κρυφτείς.
Πότε και πώς κρυβόμαστε λοιπόν; Είναι απλό: τη μέρα που ξαναγεμίζουμε με τα αλατισμένα άπλυτα τη βαλίτσα μας, φορτώνουμε (βιαστικά, λιγότερο προσεκτικά) το αυτοκίνητο, ξαναμπαίνουμε στο καράβι, βάζουμε το κλειδί στην κλειδαριά του σπιτιού και πιάνουμε το κοντρόλ της τηλεόρασης. Τη στιγμή που ανοίγουμε τον υπολογιστή του γραφείου. Το λεπτό που το χάος του κόσμου όλου εισβάλλει και ξαναπαίρνει τη θέση του μέσα μας, γίνεται πάλι δικό μας κι εμείς δικό του κι αναγκάζει εκείνη τη σκέψη να κουρνιάσει και πάλι στην πιο σκοτεινή γωνία του μυαλού μας, είμαστε επιτέλους, ξανά, ασφαλείς. Ασφαλείς από εκείνο που πραγματικά θέλαμε ν’ αποφύγουμε. Κρυμμένοι μέσα στη βοή του κόσμου, δεν μας βλέπει κανείς. Ούτε κι εμείς τον εαυτό μας.