Η αξιοπρεπής αντιμετώπιση των γηρατειών είναι σημαντική υπόθεση. Κι όμως ελάχιστα έχουμε κάνει για αυτήν. Η απόφαση Μπάιντεν να παραιτηθεί ήρθε να μας θυμίσει ότι αν και έχουμε κάνει τα πάντα για να αυξήσουμε το προσδόκιμο ζωής, ακόμα και στις φτωχότερες χώρες του κόσμου, δεν έχουμε δημιουργήσει τους θεσμούς (πότε κάποιος αποσύρεται για παράδειγμα), τις ιατρικές τεχνικές, τα χρηματοοικονομικά προϊόντα, που είναι αναγκαία για τη μεγαλύτερη διάρκεια ζωής.
Το θέμα το γνωρίζουμε κυρίως από την αντοχή ή όχι των ασφαλιστικών συστημάτων που συχνά-πυκνά έρχονται στην επικαιρότητα λόγω των αναγκών αναθεώρησης των ορίων συνταξιοδότησης και των συνακόλουθων αντιδράσεων που πυροδοτούν. Το ερώτημα που κυριαρχεί μόνιμα είναι αν αντέχουν τα ασφαλιστικά συστήματα να παρέχουν τις ίδιες γενναιόδωρες εγγυήσεις στους ηλικιωμένους όταν αποτελούν τόσο μεγάλο μερίδιο πλέον του πληθυσμού.
Υπάρχουν ωστόσο πολλά άλλα ζητήματα που ελάχιστα τα συζητάμε. Στις ΗΠΑ υπάρχει ένας αυξημένος όγκος ερευνών σχετικά με το πώς μπορούν οι επενδυτές να επωφεληθούν από τη μακροζωία, ιδιαίτερα μέσω της ανάπτυξης της μακροχρόνιας φροντίδας. Ο σχετικός ωστόσο χρηματιστηριακός δείκτης, για τα καταπιστεύματα επενδύσεων σε ακίνητα που διατηρούν οίκους ευγηρίας και εγκαταστάσεις μακροχρόνιας περίθαλψης, υποχωρεί, σημάδι ότι οι επενδυτές δεν έχουν ακόμα πειστεί. Στην πιο αναπτυγμένη δυτική οικονομία εξακολουθεί να είναι φθηνότερο για τους πολύ ηλικιωμένους να μείνουν σπίτια τους, πράγμα που επιδεινώνει μεταξύ άλλων και το πρόβλημα που έχουν οι νεότερες γενιές στην εύρεση στέγης.
Στην Ελλάδα, ο παλιός μας «βραχνάς» του μη βιώσιμου Ασφαλιστικού έχει απομακρυνθεί, για πολλές δεκαετίες, σύμφωνα και με την τελευταία αναλογιστική έκθεση. Υπάρχει όμως ένας σημαντικός αστερίσκος, οι σημαντικά χαμηλότερες συντάξεις. Εχουμε φτιάξει ένα σύστημα ασφαλές για τα δημόσια οικονομικά, αλλά προβληματικό για το επίπεδο ζωής μετά τη σύνταξη. Και είναι σαφές ότι υπάρχουν πολλά που πρέπει να κάνουμε. Το παρήγορο ήταν ότι με τη διάταξη Αδωνη Γεωργιάδη αποφασίσαμε τουλάχιστον να χειριστούμε, μειώνοντας τα αντικίνητρα, το θέμα της εργασίας μετά τη συνταξιοδότηση. Ξαφνικά μας αποκαλύφθηκε ένας τεράστιος αριθμός, άνω των 180.000 εργαζόμενων συνταξιούχων, που πιθανότατα δούλευαν «μαύρα» και πλέον αποτελούν ισότιμο μέλος της αγοράς εργασίας. Αν τα επιπλέον ένσημα οδηγούσαν και σε επιπλέον σύνταξη, τότε ενδεχομένως να είχαμε ακόμα μεγαλύτερη συμμετοχή.
Ολα ωστόσο τα μέτρα, που εφαρμόζονται ή δεν εφαρμόζονται, έχουν ως κοινή συνισταμένη ότι το ρίσκο έχει μεταφερθεί από τον κρατικό προϋπολογισμό, στον συνταξιούχο. Η προσωπική ευθύνη των ασφαλισμένων για συνειδητή αποταμίευση, προκειμένου να μη φθάσει κάποιος στα όρια της εξαθλίωσης μεγαλώνοντας, είναι ο βασικός κανόνας. Το θέμα είναι αν μπορεί η γενιά της μοναδικής στα ελληνικά χρονικά οικονομικής κρίσης να κάνει αποταμίευση ικανή να καλύψει τις ανάγκες της σε μεγάλη ή και πολύ μεγάλη ηλικία.
Η γήρανση και η θνησιμότητα ισχύουν για όλους μας. Για πολλές ελληνικές οικογένειες αποτελεί το βασικό θέμα συζήτησης. Το βασικό πρόβλημα διαχείρισης και διαξιφισμών. Μια δουλειά των πολιτικών ήταν η ρύθμιση του Ασφαλιστικού. Μια ωστόσο κατά πολύ μεγαλύτερη είναι να δημιουργηθούν νέες δομές και κανόνες, που να ανταποκρίνονται σε κάτι πολύ ευχάριστο που συμβαίνει στις μέρες μας: στο ότι ζούμε πολύ περισσότερο. Ας το κάνουμε και πιο εύκολο.