«Το ελληνικό φως είναι, όπως λένε όλοι, κάτι που δεν μπορείς να το φανταστείς προτού το βιώσεις. Στην Αγγλία, το μισό φως, κατά κάποιον τρόπο, απορροφάται μέσα στα αντικείμενα, όμως στην Ελλάδα το αντικείμενο μοιάζει να αναδίδει φως σα να φωτίζεται το ίδιο από μέσα» έγραφε ο Χένρι Μουρ μετά το ταξίδι του το 1951 στην Ελλάδα.
Τότε που επισκέφθηκε την Ακρόπολη και τους Δελφούς, ο βρετανός γλύπτης ήδη είχε αφήσει το στίγμα του στην τέχνη, αναπτύσσοντας μία δική του «ανθρωπιστική συναισθηματικότητα», όπως επισημαίνουν οι θεωρητικοί τέχνης του συλλογικού τόμου «Ιστορία της τέχνης από το 1900» (Επίκεντρον). Εργα του με επιρροές από την κυκλαδική, αρχαϊκή και κλασική ελληνική τέχνη παρουσιάστηκαν το 2000 στο Μουσείο Γουλανδρή στην Ανδρο. Και το 2004 η έκθεση «Χένρι Μουρ – Αναδρομική» στην Εθνική Γλυπτοθήκη στο Γουδί εντάχθηκε στο Πρόγραμμα της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας και πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με το Ιδρυμα Χένρι Μουρ.
Η επόμενη μεγάλη έκθεση αφιερωμένη στη σχέση του με την Ελλάδα θα παρουσιαστεί 12 Σεπτεμβρίου στην Αθήνα στον χώρο τέχνης της Gagosian. Τα επιλεγμένα έργα που θα παρουσιαστούν καλύπτουν το διάστημα 1952-1984 με γλυπτά, προπλάσματα και σχέδια ξεκινώντας από το ταξίδι του στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1951, λίγους μήνες πριν από την πρώτη του αναδρομική στην Tate, στο Λονδίνο. Αφορμή του ταξιδιού του ήταν η παρουσία του στα εγκαίνια μιας έκθεσης έργων του στο Ζάππειο που οργανώθηκε από το Βρετανικό Συμβούλιο. Ο Χένρι Μουρ εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία για να επισκεφθεί τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Κατά την παραμονή του στην Αθήνα επισκέφθηκε τουλάχιστον τέσσερις φορές το Εθνικό Μουσείο και μία φορά την Εθνική Πινακοθήκη, καθώς και την Ακρόπολη. Επισκέφτηκε επίσης τους αρχαιολογικούς χώρους των Δελφών, της Ολυμπίας και των Μυκηνών. Στην επιστολή του προς το ζεύγος των Κλαρκς γράφει για τις εντυπώσεις του: «Βρισκόμαστε στην Αθήνα δύο ημέρες – και δεν μπορώ να φανταστώ πώς είναι η βροχή – Εχουμε καθαρό γαλάζιο ουρανό και θερμοκρασία σαν του Ιουλίου. Η Ακρόπολη είναι υπέροχη – πιο θαυμάσια απ’ ό,τι φανταζόμουν ποτέ – ο Παρθενώνας σε γαλάζιο ουρανό – το φως του ήλιου και η κλίμακα που παίρνει σε σχέση με τα μακρινά βουνά δεν μπορεί να αποδοθεί από καμία φωτογραφία – Είναι η μεγαλύτερη συγκίνηση που είχα ποτέ μου».
Γιος ανθρακωρύχου με ρίζες στον αγγλικό Βορρά του Γιόρκσιρ, ο Μουρ έδειξε ήδη από τα έργα της δεκαετίας του 1930 προσήλωση στο άμεσο λάξευμα, αναζητώντας νέους τρόπους έκφρασης της φύσης και του τοπίου σε γλυπτικές μορφές. Υπερασπιστής μίας παγκόσμιας άποψης της γλυπτικής, ο Μουρ είδε τη γλυπτική ως την απόκριση στη «σημαντική μορφή» όπου μπορεί να βρεθεί αυτή, σε οστά ή πέτρες, σε σώματα ή τοπία. Στο κείμενο του 1930 «Μια άποψη της γλυπτικής» ο Μουρ εξηγούσε ότι η γλυπτική συνδυάζει το μοντέρνο και το πρωτόγονο. Αναδείχθηκε ως μια ηγετική φυσιογνωμία μεταξύ των μοντερνιστών καλλιτεχνών της Βρετανίας κατά τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Και παρά τη θεσμική σκληρή κριτική που δέχτηκε, ακολούθησε το όραμά του για το τι θα μπορούσε να είναι η σύγχρονη γλυπτική.
Μετά την επίσκεψή του στην Ελλάδα η αρχαία ελληνική τέχνη κινεί το ενδιαφέρον του. Δουλεύοντας με προπλάσματα από πηλό ή γύψο και μπρούτζινα εκμαγεία μπόρεσε να προσεγγίσει μια μεγαλύτερη κλίμακα και να προσδώσει πιο εμφανή αίσθηση κίνησης στα γλυπτά του. Αποσπασματικές φιγούρες – όλο και περισσότερο ανδρικές και σχεδιασμένες ώστε να είναι ορατές από οποιοδήποτε σημείο γύρω τους – εμφανίζουν μεγαλύτερη ποικιλία στην επεξεργασία της επιφάνειας απ’ ό,τι τα πρωιμότερα έργα του και συχνά αγκαλιάζονται από πτυχώσεις.
Η έκθεση «Henry Moore and Greece» σε συνεργασία με το Ιδρυμα Henry Moore εξερευνά τους δεσμούς ανάμεσα στο έργο του Μουρ και της κυκλαδικής τέχνης καθώς και των αρχαιοελληνικών γλυπτών. Ανάμεσα στα έργα του θα παρουσιαστούν προπλάσματα των «Draped Reclining Figure» (1952 – 53), «Falling Warrior» (1956 – 57) και τα κεφάλια από το έργο «King and Queen» (1952 – 53). Το «Draped Reclining Figure» ήταν το πρώτο γλυπτό στο οποίο ο Μουρ χρησιμοποίησε κυματιστές και ραβδωτές υφές για να υποδηλώσει τις πτυχώσεις του υφάσματος. «Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω την πτύχωση στη γλυπτική με έναν πιο ρεαλιστικό τρόπο από ό,τι είχα προσπαθήσει μέχρι τότε. Η πρώτη μου επίσκεψη στην Ελλάδα το 1951 ίσως βοήθησε να ενισχυθεί αυτή η πρόθεση.
Η πτύχωση του ενδύματος μπορεί να τονίσει την ένταση της μορφής, γιατί εκεί όπου η μορφή πιέζει προς τα έξω, όπως στους ώμους, στους μηρούς, στα στήθη κ. λπ., μπορεί να τραβηχτεί σφιχτά κατά μήκος της μορφής (σχεδόν σαν επίδεσμος), και σε αντίθεση με την τσαλακωμένη χαλαρότητα της πτύχωσης που βρίσκεται ανάμεσα στα εξέχοντα σημεία, η πίεση από μέσα εντείνεται».
Το «Large Standing Figure: Knife Edge» (1961), που επίσης θα εκτεθεί, παρουσιάστηκε το 1965 στην Διεθνή Εκθεση Γλυπτικής στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και εγκαταστάθηκε στον λόφο του Φιλοπάππου, απέναντι από την Ακρόπολη.
Το ίδρυμα Henry Moore Foundation διαθέτει επίσης στην έκθεση τρία αδημοσίευτα αντίτυπα από τον κύκλο επτά λιθογραφιών και χαρακτικών που ολοκλήρωσε ο καλλιτέχνης το 1984. Η έκθεση περιλαμβάνει τριάντα ακόμα χαρακτικά και σχέδια, μεταξύ των οποίων τρεις έγχρωμες λιθογραφίες από την εικονογράφηση της γαλλικής έκδοσης του Προμηθέα (Prométhée) του Γκαίτε (δημοσιεύτηκε στο Παρίσι το 1950 σε μετάφραση του Αντρέ Ζιντ) που δείχνουν ότι η θεματολογία της ελληνικής μυθολογίας είχε ήδη κινήσει το ενδιαφέρον του Μουρ.