Στα ελληνικά κόμματα οι τόνοι αρχίζουν, αργά αλλά σταθερά, να συμβαδίζουν με τη θερινή ραστώνη. Σε όλα; Οχι. Ενα κόμμα, σαν πράσινο γαλατικό χωριό διαδικασιών, αντιστέκεται ακόμα – βρισκόμενο ίσως μπροστά στην πιο κρίσιμη εκλογική διαδικασία των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Οχι γιατί έχει επιβιωτικό χαρακτήρα, όπως είχαν οι σχετικές εκλογές για την ανάδειξη νέας ηγεσίας από το 2012 και μετά, αλλά γιατί αφορά την επόμενη ημέρα και τη δυνατότητα να καθορίσει την κεντροαριστερή ατζέντα για τις εθνικές εκλογές του 2027.
Τα επιτελεία των επτά υποψηφίων χαράσσουν αυτές τις μέρες τη στρατηγική τους για την προεκλογική τους καμπάνια, έχοντας στον νου τους μια ακόμα επικείμενη υποψηφιότητα: η Αννα Διαμαντοπούλου, πρώην υπουργός του κόμματος που είχε απομακρυνθεί τα προηγούμενα χρόνια από τον κομματικό μηχανισμό αλλά έχει εκσυγχρονιστικές αναφορές και ισχυρούς δεσμούς με το προοδευτικό Κέντρο, φαίνεται πως έχει πάρει απόφαση να συμμετάσχει στην εκλογική διαδικασία ως υποψήφια, ταράσσοντας και τα δεδομένα, αλλά και τα μέχρι τώρα υφιστάμενα στρατόπεδα, που αναπόφευκτα θα ανακατευθούν. Η Διαμαντοπούλου, για πολλούς, πολιτικοποιεί την προεκλογική καμπάνια, αλλάζοντας λίγο τον ρου της συζήτησης όπως εξελίσσεται ως τώρα για όλες τις πλευρές – είναι δεδομένο, ωστόσο, ότι θα αντιμετωπίσει και κατηγορίες εντός του κόμματος για την απουσία της την περίοδο των υπαρξιακών προβλημάτων του κόμματος από όσους «έμειναν στα δύσκολα».
Ο σημερινός πρόεδρος του κόμματος έχει ξεκινήσει τις επαφές στη βάση του ΠΑΣΟΚ, γνωρίζοντας ποια είναι τα θετικά σημεία και της μέχρι σήμερα παρουσίας του στο τιμόνι του κόμματος: ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει να επιδείξει τη σταδιακή άνοδο που είχε το κόμμα επί προεδρίας του, ξεπερνώντας το διψήφιο που ήταν τα χρόνια της κρίσης ο βασικός στόχος. Στα θετικά της υποψηφιότητάς του είναι πως η ατζέντα που έβαλε ως πρόεδρος δεν αμφισβητείται πολιτικά στον πυρήνα της, παρά την κριτική που γίνεται για θολές θέσεις σε συγκεκριμένες κοινοβουλευτικές επιλογές – αυτό επιτρέπει στον Ανδρουλάκη να κάνει λόγο όχι για πολιτικές αιτίες που προκάλεσαν την αμφισβήτησή του, αλλά για προσωπικές φιλοδοξίες των υπόλοιπων υποψηφίων.
Ο Ανδρουλάκης θα επιμείνει στη σημασία της πασοκικής πρωτοβουλίας και αυτονομίας, που έγινε ξεκάθαρη από την πρώτη μέρα, στην οποία τόνισε πως «παρέλαβε κόμμα, δεν θα παραδώσει συνιστώσα». Διεκδικώντας, επί της ουσίας, και ένα κομμάτι ψηφοφόρων που βλέπει με αμφιβολία τα ανοίγματα προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εκεί που το ΠΑΣΟΚ έκανε βήματα, ο Χάρης Δούκας υπόσχεται άλματα «πιο γρήγορα από τη φθορά», που θα σημάνουν την επόμενη μέρα για το ΠΑΣΟΚ, που θα καταστήσει το κόμμα πάλι πρωταγωνιστή. Μετά τις πρώτες περιοδείες έγινε ξεκάθαρο και στο επιτελείο του ότι το πιο δυνατό σημείο της υποψηφιότητας του δημάρχου Αθηναίων είναι το κεκτημένο της νίκης του στην πρωτεύουσα: η επικράτηση επί του γαλάζιου Κώστα Μπακογιάννη δίνει στο πασοκικό ακροατήριο την εντύπωση πως μπορεί να σταθεί απέναντι και στον Κυριάκο Μητσοτάκη, σε κεντρικό επίπεδο. Αυτό θεωρείται πως ακουμπάει το DNA των πασόκων που θεωρούν ακόμα το κόμμα τους κόμμα εξουσίας και όχι συμπλήρωμα – και αυτό φαίνεται και στο ότι ο Δούκας συγκεντρώνει υποστηρικτές από διαφορετικές φυλές του ΠΑΣΟΚ που για πρώτη φορά συσπειρώνονται στο ίδιο πρόσωπο.
Πώς θα μπορέσει να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα; Οι ερωτήσεις αποκτούν αυτές τις μέρες άλλη μια υποερώτηση: τι θα συμβεί σε περίπτωση πρόωρων εκλογών; Θα αφήσει τον Δήμο για τη Βουλή ή, παρότι πρόεδρος, θα παραμείνει στη δημαρχία της πρωτεύουσας;
Ο Παύλος Γερουλάνος είναι ο μοναδικός (για την ώρα) υποψήφιος που έχει προηγούμενη κυβερνητική παρουσία: έχοντας κάνει προεκλογικές καμπάνιες για το ΠΑΣΟΚ την περίοδο που διεκδικούσε τη διακυβέρνηση της χώρας, έχοντας διατελέσει υπουργός και έχοντας βρεθεί, ως συνεργάτης του Γιώργου Παπανδρέου, στο Μαξίμου, ο Γερουλάνος κερδίζει όσους πασόκους θέλουν κάποιον με εμπειρία. Παράλληλα, είναι ο μοναδικός υποψήφιος χωρίς προηγούμενες «ανδρουλακικές αναφορές», καθώς δεν είχε ποτέ βρεθεί στο ίδιο στρατόπεδο μαζί του ούτε τον είχε στηρίξει, κερδίζει έτσι σε όσα τέτοιου είδους αντανακλαστικά υπάρχουν εντός των πασοκικών τειχών.
Ο Γερουλάνος στηρίζει την αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή τοποθετεί το ΠΑΣΟΚ στο κέντρο των εξελίξεων στον προοδευτικό χώρο με καθαρές αναφορές στο όνομα και τα σύμβολα – υπενθυμίζεται πως είχε ταχθεί απέναντι και στις επιλογές που έφεραν την ομπρέλα του Κινήματος Αλλαγής, στηρίζοντας τις δυνατότητες του brand και τα προηγούμενα χρόνια, χωρίς ωστόσο να θεωρείται πως βρίσκεται στα δεξιά του κόμματος.
Μέχρι τώρα, ο Μιχάλης Κατρίνης είναι ο μόνος υποψήφιος που μιλάει ανοιχτά για την ανάγκη συνεννόησης με τις πολιτικές δυνάμεις με τις οποίες το ΠΑΣΟΚ συνεργάστηκε στην πρόταση μομφής εναντίον της κυβέρνησης, οι οποίες περιλαμβάνουν και τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η θέση προστίθεται στα θετικά της υποψηφιότητάς του, όμως λειτουργεί και ως αδυναμία για όσους ψηφοφόρους προτάσσουν την αυτονομία του ΠΑΣΟΚ ως βασικό στοιχείο – ο Κατρίνης είναι ο μοναδικός υποψήφιος από την περιφέρεια, κερδίζοντας έτσι ειδικά στην Πελοπόννησο, χάνοντας όμως στα αστικά κέντρα.
Με πολιτική θέση για την αυτονομία του ΠΑΣΟΚ και εναντίον των συνεργασιών κατεβαίνει και η Νάντια Γιαννακοπούλου, που μέχρι τώρα προσελκύει το πιο κεντρώο ακροατήριο, γεγονός που επιτρέπει στους αντιπάλους της να την τοποθετούν στη «δεξιά πτέρυγα» του ΠΑΣΟΚ. Στα συν της υποψηφιότητας της Μιλένας Αποστολάκη η κοινοβουλευτική εμπειρία και η παρουσία της στο ΠΑΣΟΚ, στα μείον πως θεωρείται ότι «μοιράζεται» το κοινό στο οποίο απευθύνεται με τη Γιαννακοπούλου και (αργότερα) με τη Διαμαντοπούλου, αν και παραμένει ισχυρή στην περιφέρειά της.
Στην κούρσα μετράται και ο δημοσιογράφος Γιάννης Κανελλάκης, ο οποίος ωστόσο δεν είναι διατεθειμένος να καταθέσει τις 5.000 υπογραφές μελών που απαιτούνται για να υποστηρίξουν την υποψηφιότητά του, αλλά μόνο 250 τις οποίες δεν θα παραδώσει λόγω προσωπικών δεδομένων. Αυτή η επιλογή δεν διευκολύνει την επικύρωση της υποψηφιότητάς του από την ΕΔΕΚΑΠ και, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, προδιαγράφει πως δύσκολα θα μείνει στην εκλογική διαδικασία αφότου η αρμόδια επιτροπή ανακηρύξει επισήμως τους υποψηφίους.