Η Μεγάλη Ελλάδα ήταν μια γη που σφραγίστηκε από την ελληνική παρουσία και μόνο; Τα αρχαιολογικά ευρήματα δεν μιλούν για την πλούσια ιστορία του τόπου πριν από την άφιξη των Ελλήνων – τους οποίους ο αρχαίος έλληνας γεωγράφος Στράβωνας θέλει να φτάνουν στη Νότια Ιταλία και τη Σικελία μετά τον Τρωικό Πόλεμο – για τον γηγενή πληθυσμό και την τύχη του;
Πριν από 60 χρόνια στο βιβλίο τού Ζαν Μπεράρ «Η Μεγάλη Ελλάδα, Ιστορία των ελληνικών αποικιών της Νότιας Ιταλίας» μπορούσε να διαβάσει κάποιος τα εξής: «Σε μια εποχή που η Ρώμη μόλις άρχιζε να βγαίνει από τη βαρβαρότητα, μια σειρά από ελληνικές πόλεις, απλωμένες κατά μήκος των ακτών της Νότιας Ιταλίας, είχαν ήδη φτάσει σε μια εξαιρετική ευημερία. Ελληνική η γλώσσα και ο πολιτισμός αυτών των πόλεων που μετέτρεψαν σε ελληνική γη εκτεταμένες περιοχές της Νότιας Ιταλίας».
Και οι ντόπιοι πού ήταν; Στην πραγματικότητα, συνέχιζε ο Μπεράρ, κάποιος είχε προσπαθήσει να «μειώσει τη σημασία του ελληνικού στοιχείου στον αρχέγονο πολιτισμό της Ιταλίας για να τονίσει τον ντόπιο χαρακτήρα». Αλλά η προέλευση αυτών των θεωριών έπρεπε να «αναζητηθεί σε εκτιμήσεις περισσότερο πολιτικού παρά καθαρά ιστορικού χαρακτήρα».
Και κάπως έτσι «το θέμα θεωρούνταν λήξαν. Η Μεγάλη Ελλάδα ήταν ελληνική γη και μόνο» σημειώνει σε άρθρο του στην ιταλική εφημερίδα «La Repubblica» o καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σιένα και διευθυντής του Κέντρου Μελέτης της Ανθρωπολογίας και του Αρχαίου Κόσμου της Σιένα, Μαουρίτσιο Μπετίνι.
Σήμερα, αν ξαναδιαβάσουμε τις σελίδες αυτές, λέει ο 76χρονος φιλόλογος, μας «βοηθούν συνειδητοποιήσουμε τη βαθιά μεταμόρφωση που έχουν υποστεί οι ιστορικές – αρχαιολογικές μελέτες για το παρελθόν της Ιταλίας τις τελευταίες δεκαετίες». Και εστιάζει στο βιβλίο του καθηγητή Κλασικής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νάπολι και γενικό διευθυντή εθνικών μουσείων της Ιταλίας Μάσιμο Οζάνα «Νέος Κόσμος. Το ταξίδι στην προέλευση της Μεγάλης Ελλάδας» (εκδ. Rizzoli), το οποίο θεωρεί ως εξαιρετικό παράδειγμα, όχι μόνο για την ακριβή και μερικές φορές πραγματικά εντυπωσιακή χρήση της αρχαιολογικής έρευνας που κάνει ο συγγραφέας, αλλά και για την έμφαση που δίνει στον συγκρητισμό ελληνικού και γηγενούς πολιτισμού.
«Τα υλικά κατάλοιπα ενός πολιτισμού μιλούν, αλλά πρέπει να ξέρουμε πώς να τα κάνουμε να μιλήσουν» γράφει ο Μαουρίτσιο Μπετίνι επισημαίνοντας πως ο τρόπος που έχει χειριστεί ο Οζάνα το θέμα είναι πειστικός. Παίρνει ως παράδειγμα μια τοποθεσία γνωστή σήμερα ως Τόρε ντι Σατριάνο, στα Απέννινα της Καλαβρίας, όπου η αρχαιολογική σκαπάνη εντόπισε τα ίχνη ενός οικισμού με καλύβες. Ανάμεσα τους ξεχωρίζουν τα ερείπια μιας που διαφέρει ως προς το σχήμα, το μέγεθος και τη δομή από τις υπόλοιπες. Χρονολογείται πιθανότατα στον 6ο αιώνα π.Χ. και η τεχνική κατασκευής της θυμίζει αυτή της Ελλάδας και κυρίως της Ιωνίας. Στα κεραμίδια ωστόσο υπάρχουν επιγραφές που παραπέμπουν στη δωρική διάλεκτο, την οποία μιλούσαν στον Τάραντα, γεγονός που μαρτυρά ότι εργάστηκαν στην κατασκευή του «ανακτόρου» από τη συγκεκριμένη αποικία της αρχαίας Σπάρτης. Αρα το συγκεκριμένο οικοδόμημα ήταν γέννημα της συνεργασίας των ιθαγενών και των αποίκων που μπόλιασαν με τις γνώσεις τους τις τεχνικές των ντόπιων.
«Το μεγαλύτερο κτίσμα αυτού του χωριού δεν είναι ναός, όπως θα συνέβαινε σε μια ελληνική πόλη, αλλά ένα ιδιωτικό ανάκτορο, στο οποίο πιθανότατα τελούνταν και τελετές ιερού χαρακτήρα. Κάτι που δεν θα είχε συμβεί ποτέ σε ελληνική πόλη. Στον αρχηγό πιθανότατα ανατέθηκαν και λειτουργίες θρησκευτικού χαρακτήρα, τις οποίες ωστόσο εκτελούσε εντός της δικής του κατοικίας» επισημαίνει ο Μπετίνι και καταλήγει πως «τα αρχαιολογικά κατάλοιπα μπορούν να μας επιτρέψουν να κατανοήσουμε και να ανασυνθέσουμε» το παρελθόν, τονίζοντας ότι τα αρχαιολογικά κατάλοιπα «μιλάνε».