Φασισμός, γράφει ο αμερικανός ιστορικός Τίμοθι Σνάιντερ στο blog του «Thinking about», είναι τέσσερα πράγματα. Η λατρεία της προσωπικότητας ενός ηγέτη. Η μετατροπή ενός κόμματος σε μοναδικό κόμμα. Η απειλή και χρήση βίας. Το μεγάλο ψέμα που πρέπει να γίνει αποδεκτό και να χρησιμοποιείται για την αναμόρφωση της πραγματικότητας.
Στην περίπτωση του Τραμπ ισχύουν και τα τέσσερα, με πιο επικίνδυνα τα δύο τελευταία. Η βία σχετίζεται με το ότι όσοι αμφισβητούν τον μεγάλο ηγέτη, ακόμη κι αν είναι στελέχη του κόμματός του, δέχονται απειλές για τη ζωή των ίδιων και των οικογενειών τους. Το ψέμα είναι ότι ο Τραμπ δεν μπορεί να χάσει εκλογές αν γίνουν με έντιμο τρόπο. Και η φασιστική αύρα δημιουργείται όταν όλη η συζήτηση στρέφεται στο αν ο Μπάιντεν πρέπει ή όχι να θέσει υποψηφιότητα, ενώ αποσιωπάται το αν πρέπει να επιτραπεί σε έναν άνθρωπο που έκανε μια απόπειρα πραξικοπήματος να επιχειρήσει να το επαναλάβει. Το επιχείρημα ότι δεν έχει νόημα να ζητάς από τον Τραμπ να κάνει στην άκρη, αφού δεν θα σε ακούσει, ισοδυναμεί με εκ των προτέρων υπακοή σ’αυτόν. Οταν δέχεσαι ότι ένας φασίστας βρίσκεται πέρα από τα όριά σου, έχεις κανονικοποιήσει την υποταγή σου σ’αυτόν.
Εμείς μπορεί να μην ασχολούμαστε, ή να δηλώνουμε εμφατικά στις δημοσκοπήσεις ότι πρέπει οι Ουκρανοί να διαπραγματευθούν την ειρήνη, όμως χθες το Κίεβο και άλλες πόλεις υπέστησαν έναν από τους σφοδρότερους και φονικότερους βομβαρδισμούς από την αρχή του πολέμου. Μεταξύ άλλων επλήγη κι ένα παιδιατρικό νοσοκομείο στην ουκρανική πρωτεύουσα, με τους γονείς να βγαίνουν κλαίγοντας στους δρόμους κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους. Για τους ανθρώπους που σχεδιάζουν αυτές τις επιδρομές, γνωρίζοντας πολύ καλά πού στοχεύουν, δεν υπάρχει άλλος χαρακτηρισμός από τη λέξη «φασίστες». Ισχύουν και γι’αυτούς τα τέσσερα (τουλάχιστον) παραπάνω χαρακτηριστικά.
Οι φασίστες έχουν συνεργούς: επιχειρηματίες που προωθούν τα συμφέροντά τους, δημοσιογράφους που τους ξεπλένουν, πολιτικούς που υιοθετούν και διαδίδουν τις ιδέες τους. Ενας από τους τελευταίους, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, ασκεί αυτή την περίοδο την προεδρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και έχει ξεκινήσει μια «ειρηνευτική αποστολή» για τον τερματισμό του πολέμου – δηλαδή τη συνθηκολόγηση της Ουκρανίας. Ενας άλλος ήλπιζε μέχρι προχθές να βρεθεί στην πρωθυπουργία της χώρας του ώστε να οργανώσει, από μέσα, τη διάβρωση του δημοκρατικού συστήματος και την υπονόμευση της Ευρώπης.
Εχει τεράστια σημασία το ότι δεν τα κατάφερε: αυτό άλλωστε εννοούσε η Libération μ’εκείνο το λυτρωτικό «Είναι ουφ!» στο χθεσινό της πρωτοσέλιδο. Εχει σημασία για πολλούς λόγους, εκ των οποίων ο λιγότερο σημαντικός δεν είναι ότι η Γαλλία θα εξακολουθήσει να στηρίζει την Ουκρανία στον αγώνα της κατά του σύγχρονου φασισμού. Δείτε τις φωτογραφίες από τον βομβαρδισμό του νοσοκομείου και θα καταλάβετε.