Ο Κώστας Σημίτης πέθανε ευτυχισμένος. Ως πολιτικός, είδε τους στόχους του να ευοδώνονται. Ως πολίτης, είδε τη χώρα να γίνεται καλύτερη. Και ως άνθρωπος, έζησε πλαισιωμένος από ανθρώπους που τον αγαπούσαν ενώ ήξερε ότι εκείνοι στους οποίους δυνάμει απευθυνόταν τον εκτιμούσαν, ακόμα και πολλοί από όσους δεν τον ψήφιζαν.
Μα τώρα που πέθανε έχουν γραφτεί τέρατα στα σόσιαλ μίντια. Ηταν βέβαιο ότι θα συνέβαινε, όταν ήταν πρωθυπουργός υπήρχαν οργανωμένα δίκτυα υβριστών, από επίσημα τότε βήματα – μέχρι και στο όνομα της σάτιρας. Τον μίσησαν πολλοί, κυρίως πρόσωπα που τα είδαμε μερικά χρόνια αργότερα, την εποχή της χρεοκοπίας, να υπερασπίζονται επιλογές τις οποίες αν είχε ακολουθήσει η Ελλάδα κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια πού θα ήμασταν σήμερα.
Η αλήθεια είναι, λοιπόν, ότι ο Σημίτης ήταν συχνά στο επίκεντρο ενός πολιτικοκοινωνικού μίσους. Τον επέκριναν επειδή στην κρίση των Ιμίων δεν έκανε πόλεμο, επειδή δεν συγκρούστηκε με την Τουρκία και ουσιαστικά άφησε τον «Κολοκοτρώνη» Οτσαλάν (που σήμερα εκλιπαρεί τον Ερντογάν) να συλληφθεί, επειδή δεν πήρε το μέρος των Σέρβων και της εξτρεμιστικής εθνικιστικής ιδεολογίας του Μιλόσεβιτς στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, επειδή δεν έπιασε τους ανώριμους οιονεί τζογαδόρους που επένδυαν στο Χρηματιστήριο προσδοκώντας το εύκολο κέρδος, επειδή συγκρούστηκε με τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο για να μην αναγράφεται το θρήσκευμα στις ταυτότητές μας, επειδή δούλεψε για να προετοιμαστεί η χώρα για τους Ολυμπιακούς Αγώνες τους οποίους προηγουμένως είχε διεκδικήσει. Τον μίσησαν, κυρίως, επειδή προσέδεσε οριστικά τα συμφέροντα της χώρας στα ευρωπαϊκά, φροντίζοντας η Ελλάδα να ενταχθεί στην ΟΝΕ – λήγοντας, δηλαδή, με τον πιο εξωστρεφή τρόπο το ιδεολογικό φλερτ με την καθ’ ημάς Ανατολή και τη δημοκρατία υπό όρους, πουτινικού τύπου.
Ολοι αυτοί που μίσησαν τον Σημίτη είχαν ηττηθεί τα χρόνια της πρωθυπουργίας του και ιδεολογικά και πολιτικά. Ξαναηττήθηκαν προσφάτως, μετά τη χρεοκοπία, όταν προσπάθησαν να επιτεθούν ανορθολογικά στις κατακτήσεις της δημοκρατίας και στην ευρωπαϊκή προοπτική. Το ζόφο μιας κατεστραμμένης Ελλάδας εκτός Ευρώπης τον ένιωσαν ακόμα και όσοι τον υπόσχονταν, όταν μετά το δημοψήφισμα του 2015 βρέθηκαν να έχουν την ευθύνη για την τύχη της και, με πρώτο τον Αλέξη Τσίπρα, έκαναν την περίφημη κωλοτούμπα.
Η έκλειψη του Κώστα Σημίτη τον βρίσκει θριαμβευτή έναντι του εθνικολαϊκισμού, τον οποίο με κάθε τρόπο πολέμησε, σε όλες του τις εκδοχές. Εργάστηκε για υποδομές, για το κύρος και την ισχύ της χώρας σε μια ισχυρή Ευρώπη, για τη θεσμική θωράκιση της δημοκρατίας (επί των ημερών του άρχισε η λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών), για την καλή γειτονία και την ειρήνη. Ως συνειδητός σοσιαλδημοκράτης, είχε λάβει από νωρίς τις αποστάσεις του από το ανδρεοπαπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ, το οποίο ναι μεν υπηρέτησε και τα χρόνια του «Εξω απ’ την ΕΟΚ», ωστόσο από νωρίς αποτέλεσε στο εσωτερικό του τον πόλο υπέρ της προσαρμογής σε ένα ρεαλιστικό παρόν. Γι’ αυτό, άλλωστε, στο παλιό ΠΑΣΟΚ δεν ανέχτηκαν την επικράτησή του στο κόμμα, τον θεωρούσαν μια παρένθεση, την οποία ανέχονταν επειδή εξασφάλιζε την πρόσβαση στην εξουσία.
Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και σήμερα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, το ΠΑΣΟΚ δεν έχει καμιά σκασίλα να συνδεθεί με τις πολιτικές Σημίτη αλλά αναζητεί το μέλλον του σε εκδοχές αναβίωσης του ανδρεοπαπανδρεϊσμού – ενώ πολλά στελέχη του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ σήμερα έχουν ενσωματωθεί στην κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη. Πρόκειται για εκλεκτικές αποκλίσεις.
«Η Ελλάδα δεν είναι καταδικασμένη στην υστέρηση. Η συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή ενοποίηση, η παγκοσμιοποίηση, οι τεχνολογικές αλλαγές, οι βαθιά ριζωμένες σχέσεις των Ελλήνων με τις οικονομίες και τους πολιτισμούς άλλων χωρών προσφέρουν κοινωνικές, οικονομικές αλλά και πολιτικές ευκαιρίες για μια άλλη πορεία. Ενας δρόμος διαφορετικός από την εσωστρέφεια και την απομόνωση του εθνικολαϊκισμού είναι εφικτός. Αυταρχικά καθεστώτα, ακραίοι εθνικισμοί, προσπάθειες για οικονομική αυτάρκεια, επιτηρήσεις και έλεγχοι της πολιτικής και κοινωνικής ζωής δεν μπορούν να επιβιώσουν στον ευρωπαϊκό χώρο στον οποίο ανήκει η Ελλάδα. Υπάρχουν γι’ αυτό, παρά τον ζόφο που επικρατεί, δυνάμεις που επιδιώκουν να ακολουθήσει η χώρα μια κατεύθυνση προόδου, να επιτύχει την καλύτερη λειτουργία του κράτους, μια πιο δίκαιη κοινωνία, ένα περιβάλλον ανοιχτό στα σύγχρονα ρεύματα σκέψης και την ενεργό συμμετοχή της στη συνεχή αναδιαμόρφωση της ευρωπαϊκής συνεργασίας. Οπως έδειξε η περίοδος μετά τη δικτατορία, οι δυνάμεις αυτές είναι δυνατό να συνεργασθούν και, με συνειδητή και επίμονη δουλειά, να επιτύχουν την ανάπτυξη, να χαράξουν νέους δρόμους για τη χώρα».
Αυτά έλεγε ο Κώστας Σημίτης στον Γιάννη Πρετεντέρη το 2016 (περιέχονται στο τελευταίο βιβλίο του, «Υπάρχει λύση;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις εκείνη τη χρονιά). Διέβλεψε σωστά. Αφού λίγα χρόνια μετά το εγχείρημα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κατέρρευσε – και από το 2019 η χώρα προχωρεί υλοποιώντας τις επιταγές του.