Τα Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς, γνωστά και ως «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά», συνήθως ακούγονται αινιγματικά και ασυνάρτητα, με αποτέλεσμα να προκαλούν σύγχυση σε όποιον τα ακούει, διαβάζει ή τραγουδά, χωρίς να καταφέρει να αναγνωρίσει πλήρως το περιεχόμενό τους.
Ωστόσο, αν κανείς αφιερώσει λίγο περισσότερο χρόνο και εστιάσει στη βαθύτερη ανάλυση των στίχων, θα διαπιστώσει πως υπάρχει μια κρυφή λογική πίσω από τα λόγια.
Αν και το πρώτο τους άκουσμα ίσως παραπέμπει σε ένα απλό εορταστικό τραγούδι, η ουσία τους αποκαλύπτει έναν ερωτικό χαρακτήρα, με τους στίχους να απευθύνονται από έναν νέο σε μια αγαπημένη του.
Οι στίχοι αυτοί λέγονταν από τους νέους της βυζαντινής εποχής. Τα κάλαντα τότε δεν τα έλεγαν τα μικρά παιδιά αλλά οι νέοι (δες κι εμέ το παλικάρι λένε στα κάλαντα), που έβρισκαν την ευκαιρία με τα κάλαντα να επισκεφθούν τα σπίτια των αγαπημένων τους κοριτσιών και να εκφράσουν την αγάπη τους με τον καλυμμένο τρόπο των καλάντων.
«Πρόκειται για στίχους θρησκευτικούς (των καλάντων) και στίχους που απευθύνονται σε κοπέλα (στην αγαπημένη). Μέσα από τα κάλαντα εκφράζονται καλυμμένα τα αισθήματα αγάπης του νέου καλαντιστή προς την αγαπημένη του. Η σειρά των στίχων είναι εναλλάξ ένας στίχος των καλάντων, που αναφέρεται στον Άγιο Βασίλη, και στη συνέχεια ένας στίχος που εκφράζει την αγάπη και απευθύνεται στην κοπέλα, προς την οποία και για την οποία λέγονται τα κάλαντα», σύμφωνα με τον ακαδημαϊκό της Θρησκειολογίας, Καραμάτσκο Δημήτρη.
Στους στίχους των καλάντων που ακολουθούν οι μονοί στίχοι είναι οι στίχοι των καλάντων που αναφέρονται στον Άγιο Βασίλειο, που γιορτάζει την πρωτοχρονιά και οι ζυγοί αυτοί που απευθύνονται στην κοπέλα. Σε παρένθεση οι επεξηγήσεις που αφορούν στην κοπέλα.