Την πεποίθησή του πως δεν υπάρχει όριο στο τι μπορεί να πετύχει από κοινού Ελλάδα και Τουρκία κατά τη διαδικασία εμβάθυνσης των διμερών σχέσεων καταθέτει, μιλώντας στα «ΝΕΑ Σαββατοκύριακο», ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας Φαχρετίν Αλτούν.
Αποκωδικοποιώντας μια πρόσφατη αποστροφή του σε παρέμβαση που πραγματοποίησε στο 4ο Ελληνοτουρκικό Φόρουμ στο Μουσείο Ακρόπολης, αναφορικά με τα θέματα στα οποία θα πρέπει, κατά τη γνώμη του, να επιδειχθεί μεγαλύτερη κατανόηση από Αθήνα και Αγκυρα, ο ίδιος σημειώνει πως στο πεδίο της πολιτιστικής κληρονομιάς η Τουρκία στηρίζει την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα.
Οσον αφορά, όμως, το Αιγαίο, ο Φαχρετίν Αλτούν ζητά από την ελληνική κοινή γνώμη να καταλάβει πως «δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό κτήμα», κάνοντας λόγο για μια κατανόηση που μπορεί να συμβάλει στην ειρηνική διευθέτηση «όλων των θεμάτων του Αιγαίου», όπως αναφέρει, «σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο».
Στον δρόμο για το 6ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας στην Αγκυρα, δεν αποφεύγει να σχολιάσει και όσους επικρίνουν εκ των έσω τον εν εξελίξει ελληνοτουρκικό διάλογο, εκφράζοντας τη βεβαιότητα πως «ο διάλογος και η συνεργασία θα τους κρατήσουν σιωπηλούς».
Πατώντας πάνω στην πρόσφατη επιτυχία της κοινής υποψηφιότητας στον ΟΑΣΕ, ο διευθυντής Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας ρίχνει φως σε άλλα, μελλοντικά πεδία συμπράξεων Ελλάδας – Τουρκίας, ενώ, σε ό,τι αφορά το Κυπριακό, επιμένει πως στο νησί υπάρχουν «δύο ξεχωριστοί λαοί και δύο ξεχωριστά κράτη».
Μπορώ να αναφέρω πολλά θέματα.
Για παράδειγμα, η προστασία και η διατήρηση των αντίστοιχων πολιτιστικών μας κληρονομιών είναι ένα ζήτημα που απαιτεί μεγαλύτερη συνεργασία και ενσυναίσθηση.
Πιστεύω ότι η τελευταία συνάντηση του Φόρουμ έπαιξε σημαντικό ρόλο από αυτή την άποψη, αναδεικνύοντας επίσης τη στήριξη που δίνουμε στην επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Ελλάδα. Ενα άλλο παράδειγμα μπορεί να είναι το Αιγαίο.
Θα ήταν χρήσιμο να καταλάβει η ελληνική κοινή γνώμη ότι το Αιγαίο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό κτήμα.
Η Τουρκία μοιράζεται επίσης αυτή τη θάλασσα με μια μεγάλη ακτογραμμή έχοντας νόμιμα δικαιώματα και ζωτικά συμφέροντα. Μια τέτοια κατανόηση θα μπορούσε επίσης να συμβάλει στην ειρηνική διευθέτηση όλων των θεμάτων του Αιγαίου σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο.
Ενα άλλο ζήτημα είναι η μεταχείριση των αντίστοιχων μειονοτήτων μας που απαιτεί ενισχυμένη αμοιβαία κατανόηση.
Για παράδειγμα, η μειονότητά μας επιδιώκει την επίσημη αναγνώριση για τους εκλεγμένους θρησκευτικούς ηγέτες της και την ελευθερία έκφρασης της εθνικής τους ταυτότητας χωρίς φόβο νομικών ή διοικητικών επιπτώσεων – όμοια με τις ελευθερίες που απολαμβάνει η μειονότητά σας στην Τουρκία.
Είμαι βέβαιος ότι πρωτοβουλίες όπως το Ελληνοτουρκικό Φόρουμ ΜΜΕ μπορούν να διαδραματίσουν ζωτικό ρόλο στην οικοδόμηση ισχυρότερων δεσμών και κατανόησης μεταξύ των λαών μας.
Με τον όρο «εσωτερική πίεση» καταλαβαίνω ότι αναφέρεστε σε κύκλους που επωφελούνται από την ένταση. Πιστεύω ότι ο διάλογος και η συνεργασία μας θα τους κρατήσουν σιωπηλούς. Σε τελική ανάλυση, είναι συμφέρον των μελλοντικών μας γενεών να προωθήσουμε τις σχέσεις μας, να τονώσουμε το εμπόριο, να αυξήσουμε τις επαφές μεταξύ των ανθρώπων και να επιδιώξουμε την ευημερία για τα έθνη μας.
Τώρα, ύστερα από άκαρπες διαπραγματεύσεις σε ομοσπονδιακή βάση για σχεδόν 60 χρόνια, οι Τουρκοκύπριοι έχουν αποσύρει τη συγκατάθεσή τους από το εξαντλημένο και ξεπερασμένο μοντέλο ομοσπονδίας.
Ο ΟΗΕ έχει καταγράψει ότι δεν υπάρχει κοινό έδαφος μεταξύ των πλευρών, επομένως ούτε ο ΟΗΕ ούτε η διεθνής κοινότητα μπορούν νόμιμα να επιμείνουν σε ένα μοντέλο διευθέτησης που δεν απολαμβάνει πλέον τη συναίνεση και των δύο πλευρών.
Είναι καιρός να αποδεχτούμε επιτέλους την πραγματικότητα επί τόπου.
Αυτή η πραγματικότητα είναι ότι υπάρχουν δύο ξεχωριστοί λαοί και δύο ξεχωριστά κράτη στο νησί της Κύπρου. Η ιστορία μας έχει δείξει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι μόνο μια διευθέτηση σε αυτή τη βάση μπορεί να πετύχει. Ούτε οι Τουρκοκύπριοι ούτε η Τουρκία θέλουν να χάσουν άλλα 60 χρόνια.
Το 6ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας που θα φιλοξενήσουμε στην Αγκυρα το επόμενο έτος θα μας δώσει την ευκαιρία να επιταχύνουμε περαιτέρω τη θετική δυναμική στις διμερείς μας σχέσεις. Αυτές οι συναντήσεις καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα θεμάτων που περιλαμβάνουν σχεδόν κάθε κυβερνητικό υπουργείο σε κάθε πλευρά.
Οχι μόνο οι ηγέτες μας – οι οποίοι, όπως γνωρίζετε, συναντώνται τακτικά τα τελευταία δύο χρόνια –, αλλά και πολλοί από τους υπουργούς μας θα μπορούν να συζητήσουν με τους ομολόγους ήδη υπάρχοντες και πιθανούς νέους τομείς συνεργασίας.
Οι συναντήσεις του ΑΣΣ ενσωματώνουν συνήθως ένα υψηλό επίπεδο αλληλεπίδρασης, συνεργασίας και φιλικών σχέσεων μεταξύ δύο εθνών, και με γείτονες όπως η Τουρκία και η Ελλάδα αυτό θα πρέπει φυσικά να είναι ο κανόνας και όχι κάτι το ασυνήθιστο.
Κάτι που με φέρνει στο δεύτερο σκέλος της ερώτησής σας: όσον αφορά τον πήχη που θα θέλαμε να φτάσουμε σχετικά με τη βελτίωση των σχέσεών μας, όπως το θέσατε, η απάντηση είναι απλή: δεν υπάρχει. Οσον αφορά την εμβάθυνση των δεσμών με την Ελλάδα, δεν υπάρχουν όρια στο τι μπορούμε να πετύχουμε από τη δική μας οπτική γωνία.
Πιστεύω ότι η επιτυχημένη κοινή υποψηφιότητά μας στον ΟΑΣΕ για τις θέσεις του Γενικού Γραμματέα και του Διευθυντή του Γραφείου Δημοκρατικών Θεσμών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατέστησε πολύ σαφή δύο σημεία.
Το πρώτο είναι οι τεράστιες δυνατότητες τουρκοελληνικής σύμπραξης και συνεργασίας σε περιφερειακά και διεθνή φόρα.
Το δεύτερο είναι ότι μια τέτοια σύμπραξη και συνεργασία εκτιμώνται ιδιαίτερα από τη διεθνή κοινότητα. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, αυτό είναι φυσικό.
Η Τουρκία και η Ελλάδα είναι γείτονες που μοιράζονται την ίδια γεωγραφία. Είμαστε και οι δύο μεσογειακοί και ευρωπαϊκοί λαοί. Είμαστε σύμμαχοι του ΝΑΤΟ. Εχουμε παρόμοιες συνήθειες στην καθημερινότητά μας. Παρά τις ανεπίλυτες διαφορές μας σε ορισμένα ζητήματα, υπάρχει τεράστιος τομέας επικάλυψης μεταξύ των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν και οι δύο χώρες και των αντίστοιχων συμφερόντων μας στην περιοχή μας και πέρα από αυτήν.
Η συνεργασία μας επιτρέπει να μετατοπίζουμε την εστίαση μακριά από τις διαφωνίες μας και προς την κατεύθυνση των κοινών μας στόχων.
Εκτός από τον προφανή αμοιβαία επωφελή στόχο της αύξησης της οικονομικής αλληλεξάρτησής μας, άλλοι τομείς που έρχονται στο μυαλό για την ενίσχυση της συνεργασίας μας είναι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, η καταπολέμηση της τρομοκρατίας, η αντιμετώπιση της παράτυπης μετανάστευσης, η αύξηση του ήδη τεράστιου τουριστικού δυναμικού κάθε χώρας μέσω των συνεργειών που μπορεί να προκύψουν από κοινές πρωτοβουλίες, η από κοινού επιδίωξη επιστημονικών έργων και έρευνας και ανάπτυξης, και ούτω καθεξής.
Είναι αυτονόητο ότι μπορούμε και θα εργαστούμε μαζί σε αυτούς τους τομείς στο πλαίσιο των σχετικών διεθνών και περιφερειακών οργανισμών, αξιοποιώντας την πρόσφατη επιτυχία μας στον ΟΑΣΕ.