Ενα εθνικό τραύμα σήμερα ογδονταρίζει. Και παραμένει ανοιχτό και αιμάσσον. Δεν μπορέσαμε να το κλείσουμε και να το θεραπεύσουμε, προσπαθήσαμε, αλλά δεν τα καταφέραμε ή μήπως εσκεμμένα το κρατήσαμε ανοιχτό; Ναι, είναι πολύ βαθύ, αλλά λαός που δεν μπορεί να επουλώσει τα τραύματά του, όχι να τα ξεχάσει αλλά να κρατήσει μόνο τη μνήμη του πόνου, έχει ένα πρόβλημα που μάλλον είναι υπαρξιακό. Σαν εκείνη τη μαχαιριά που, στο ποίημα του Νίκου Καββαδία «Πικρία», «…μου ‘δωσε ο Mαγιάρος στην Kωστάντζα και “Σε πονάει με τη νοτιά;” – Οχι, απ’ αλλού πονάω». Αυτό το «αλλού» απλώνεται στο παρελθόν και το μέλλον της σύγχρονης ιστορίας μας, συντηρεί διχασμούς και συγκρούσεις, κάνει πολλούς να αισθάνονται ήρωες μόνο και μόνο διότι χειροκροτούν τα ηρωικά κατορθώματα άλλων, μετατρέπει τις ιδεολογίες σε κάτι σαν «κληρονομικό χάρισμα» και επιβεβαιώνει αυτό που περιγράφει ο Μ. Καραγάτσης στον «Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου»: «Ελληνας είναι ο παράξενος αυτός άνθρωπος που, με το ίδιο πάθος, μπορεί να σκοτώσει και να σκοτωθεί σήμερα για μία υψηλή ιδέα, αύριο για ένα αλόγιστο πείσμα και μεθαύριο για ένα ευτελές συμφέρον».
Ογδόντα χρόνια λοιπόν από την «πρώτη σφαίρα» που έπεσε σε εκείνο το συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου 1944, λίγες μόνο εβδομάδες μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς. Μια χώρα σφαγιασμένη, λιμασμένη, ματωμένη, ρημαγμένη, κουρελιασμένη, μόλις απελευθερώθηκε από τον ζυγό του κατακτητή άρχισε να αλληλοσπαράσσεται. Ο,τι πιο παράλογο θα μπορούσε να ακολουθήσει έναν πόλεμο και μια κατοχή. «Ναι, αλλά ήταν ο ξένος παράγοντας που, για άλλη μία φορά, ανακατεύτηκε στα εσωτερικά μας», θα πουν κάποιοι. Αλήθειες αλλά και συγχρόνως προφάσεις εν αμαρτίαις. Κανείς δεν μπορεί να σε βάλει να σκοτώσεις ή να προδώσεις τον αδελφό, τον συγγενή, τον φίλο, τον γείτονα, τον συνάδελφο αν ο ίδιος δεν είσαι αποφασισμένος.
Τα γεγονότα που προηγήθηκαν των Δεκεμβριανών είναι, απλώς, η σκηνογραφία του δράματος. Οι αφορμές, όχι οι αιτίες. Κι αν δεν υπήρχαν αυτές, θα βρίσκονταν ή θα εφευρίσκονταν άλλες. Ημασταν «σαν έτοιμοι από καιρό» να ξαναπιάσουμε το νήμα από τον άλλο Εθνικό Διχασμό μεταξύ Βενιζελικών και Βασιλικών. Εως και αναμενόμενο από έναν λαό που η πρώτη λέξη στο αρχαιότερο έργο της λογοτεχνίας του, την «Ιλιάδα», είναι η λέξη «μήνις», η «μάνητα», όπως τη μεταφράζουν ο Καζαντζάκης και ο Κακριδής. Το μένος, ο θυμός.
Γιατί κρατάμε όμως ακόμη ανοιχτή την πληγή του Εμφυλίου; Γιατί δεν μπορέσαμε να το ξεπεράσουμε, όπως για παράδειγμα οι Ισπανοί, και να προχωρήσουμε παρακάτω; Πολλά ενδιαφέροντα έχουν γραφτεί και ακουστεί, αλλά πέρα από τις πολύ στοχευμένες ιστορικές εκτιμήσεις υπάρχει μια φράση που μας προσδιορίζει και μας κατατρέχει. Αυτό το «Δεν είμαστε όλοι ίδιοι». Η ανάγκη μας να προτάξουμε ένα ηθικό πλεονέκτημα έναντι του «άλλου». Που τον βαφτίζουμε αντίπαλο. Ξεχνώντας ότι εχθρός δεν είναι αυτός με τον οποίο διαφωνούμε αλλά εκείνος που απεργάζεται κάτι εις βάρος μας. Και που, κάποιες φορές, έχει ακριβώς τις ίδιες ιδέες με εμάς.
Δεκέμβρης του ’44
Είναι ένας συμβολισμός που περικλείει όμως και ουσία το ότι ο Διονύσης Σαββόπουλος γεννήθηκε μία μέρα πριν πέσει εκείνη η πρώτη σφαίρα που πυροδότησε τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Ο άνθρωπος που αφηγήθηκε, μέσα από τα τραγούδια του, την περιπέτεια της σύγχρονης Ελλάδας φωτίζοντας τα «μικρά», τα οποία όμως αντανακλούν το φως στα «μεγάλα», στο ποιητικά βιογραφικό «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη», μπορεί με δύο στίχους να εικονογραφήσει εκείνες (και τις κατοπινές) ημέρες με έναν εξαιρετικό τρόπο: «Μέσα απ’ τον τοίχο που έσκασε η μπόμπα / βλέπει ένα σιντριβάνι από χρυσό / ο κόσμος λιώνει σα δωμάτιο με σόμπα / κι οι δυο Ελλάδες σιγοπίνουν το πιοτό». Κι εκείνο το «…στριφογυρίζω μια σημαιούλα μέσ’ στο κρύο / νύχτα και φέγγει το στρατοδικείο». Χρόνια πολλά, κύριε Σαββόπουλε.