Στο πλαίσιο του ΟΤ FORUM «Ένα νέο παραγωγικό πρότυπο – ”Ελλάδα 2030″» που διοργανώνει ο Οικονομικός Ταχυδρόμος και τη δημοσιογράφο Ελένη Στεργίου μίλησε ο υπουργός Παιδείας, Κυριάκος Πιερρακάκης, αναλύοντας τις προτεραιότητες του υπουργείου για τα επόμενα χρόνια.
Ο κ. Πιερρακάκης τόνισε ότι η Ελλάδα χρειάζεται ριζικές αλλαγές για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του μέλλοντος και υπογράμμισε τη σημασία της απόκτησης δεξιοτήτων που συνδέονται άμεσα με την αγορά εργασίας. Για τον υπουργό, η χώρα καταγράφει πρόοδο σε σχέση με την τελευταία πενταετία, αλλά προσθέτει πως απαιτούνται περαιτέρω βήματα για να μετατραπεί σε ένα κέντρο εκπαίδευσης και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού.
Ο Κυριάκος Πιερρακάκης σημειώνει πως αποτελεί στόχο του υπουργείου να καταστεί η Ελλάδα περιφερειακός εκπαιδευτικός κόμβος, προσελκύοντας ξένους φοιτητές μέσω αγγλόφωνων προγραμμάτων και συνεργασιών με κορυφαία πανεπιστήμια. Μάλιστα, όπως αποκάλυψε, υπάρχουν σχέδια για τη δημιουργία περισσότερων ξενόγλωσσων προγραμμάτων και την ανάπτυξη συνεργασιών με τουλάχιστον 50 κορυφαία ξένα πανεπιστήμια.
Σημειώνει παράλληλα, ότι υπάρχει ανάγκη για αναθεώρηση παλαιών «ταμπού» στο χώρο της παιδείας όπως τα μη κρατικά πανεπιστήμια, τα οποία κατά τον ίδιο θα συμβάλουν στον εκσυγχρονισμό του εκπαιδευτικού τοπίου και στην καλύτερη σύνδεση με την αγορά εργασίας.
Παράλληλα, αναφέρεται και στο ζήτημα των αιώνιων φοιτητών: «Δεν υπάρχουν αιώνιοι φοιτητές, όπως θα το λέγαμε με αυτή την έννοια σε άλλες χώρες, γιατί πολύ απλά οι περισσότερες άλλες χώρες έχουν δίδακτρα στα προπτυχιακά προγράμματα τους και δεν καταβάλλουν το αντίτιμο για να είναι ανενεργός κάποιος για πάρα πολλά χρόνια. Με δεδομένο λοιπόν ότι αυτό έχει νομοθετηθεί από το 2022 και τώρα θα εφαρμοστεί αυτό στο τέλος αυτής της ακαδημαϊκής χρονιάς. Θα εφαρμοστεί, έχει νομοθετηθεί το 22, είναι αυτονόητο, θα εφαρμοστεί και άργησε και πάρα πολύ να εφαρμοστεί…», είπε.
Ο Υπουργός επεσήμανε ότι υπάρχει σχεδιασμός για επενδύσεις στις σχολικές υποδομές μέσω του προγράμματος «Μαριέττα Γιαννάκου»ο προϋπολογισμός του οποίου φτάνει τα 250 εκατ. ευρώ και αποτελούν εθνικούς πόρους. Παράλληλα επεσήμανε ότι έχει αρχίσει να εκδηλώνεται ενδιαφέρον και για ιδιωτικές δωρεές. Επίσης, δρομολογούνται 10.000 μόνιμοι διορισμοί εκπαιδευτικών για την ενίσχυση της σταθερότητας στα σχολεία.
Όσον αφορά τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια δήλωσε πως «έχουμε αυξήσει τη χρηματοδότηση. Η χρηματοδότηση έχει αυξηθεί και σε ό,τι αφορά τον τακτικό προϋπολογισμό 50% σε σχέση με το 2019 σωρευτικά».
Πάντως, ο Υπουργός επέμεινε στο γεγονός ότι η κατάσταση στην παιδεία είναι καλύτερη από άποψη χρηματοδότησης, επισημαίνοντας όμως πως θα πρέπει να δοθούν και άλλα χρήματα τόσο σε αυτόν τον τομέα όσο και στην υγεία.
Ειδική μνεία έκανε και στο ψηφιακό φροντιστήριο στόχος του οποίου είναι η ισότιμη πρόσβαση στην προετοιμασία για τις πανελλαδικές εξετάσεις. «Το ψηφιακό φροντιστήριο είναι μια μεγάλη καινοτομία. Και το λέω γιατί σε πολλές χώρες που επισκέπτομαι μας ζητάνε αυτού του τύπου την υποδομή και να τους πούμε τι έχουμε διδαχθεί από αυτό», πρόσθεσε.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην επαγγελματική εκπαίδευση και την κατάρτιση, ώστε να καλυφθούν ελλείψεις σε ειδικότητες υψηλής ζήτησης. Το υπουργείο εισάγει τεστ δεξιοτήτων για μαθητές λυκείου και παρέχει συμβουλευτική υποστήριξη για την επιλογή κατάλληλης καριέρας. Παράλληλα, γίνεται αναφορά στη σημασία της διά βίου μάθησης για την προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες και τη συνεχή βελτίωση των δεξιοτήτων των εργαζομένων.
Ο υπουργός επισημαίνει ότι το εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να παρέχει δεξιότητες που είναι ουσιαστικές για την αγορά εργασίας, όπως αλγοριθμική σκέψη, λογική, ομαδικότητα και ευαισθητοποίηση για την τοπική κοινωνία. Η προσαρμοστικότητα και η καλλιέργεια μιας κουλτούρας διαρκούς εκπαίδευσης θεωρούνται πιο σημαντικές από την ίδια την απόκτηση ενός πτυχίου.
Αναφερόμενος στις κυριότερες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει τα επόμενα χρόνια το υπουργείο, ο Κυριάκος Πιερρακάκης στάθηκε μεταξύ άλλων στα εξής:
Κλείνοντας, αφήνει μια πιο αισιόδοξη νότα και εκφράζει αισιοδοξία για τις δυνατότητες της Ελλάδας να βελτιώσει το εκπαιδευτικό της σύστημα, με στόχο να ανταποκριθεί στις ανάγκες της οικονομίας και των πολιτών έως το 2030. Η βασική έμφαση που δίνει βρίσκεται στη διασύνδεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας, την τεχνολογική πρόοδο και την καλλιέργεια δεξιοτήτων δια βίου μάθησης, που θα εξασφαλίσουν μια πιο ανθεκτική και ανταγωνιστική κοινωνία.