Ηταν πριν από μόλις πέντε μήνες. Ηταν – υποτίθεται – κάλπες «χαμηλότερου» διακυβεύματος και σημασίας ως προς τον εσωτερικό αντίκτυπό τους, αφού οι ευρωεκλογές δεν βγάζουν κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση. Ηταν – υποτίθεται – κάλπες που δεν αποτελούσαν ευθύ πρόκριμα για την εθνική αναμέτρηση. Ηταν – υποτίθεται – κάλπες που απλώς θα σφράγιζαν έναν μακρύ και κουραστικό για τους πολίτες εκλογικό κύκλο, με τις πολιτικές δυνάμεις να έχουν στη συνέχεια τον χρόνο για χάραξη και υλοποίηση της στρατηγικής τους καθ’ οδόν προς το 2027. Κι όμως, οι πολιτικοί αρχηγοί είχαν νιώσει την ανάγκη να «εθνικοποιήσουν» εκείνες τις κάλπες. Ηξεραν ότι το αποτέλεσμα του περασμένου Ιουνίου θα αποτελούσε ορόσημο για την εσωτερική σκηνή — επιβεβαιώνοντας συσχετισμούς ή καθιστώντας αναπόφευκτες τις αμφισβητήσεις. Κι ας ξεπέρασαν τελικά κάθε φαντασία οι εξελίξεις.
Eκεί, στον περασμένο Ιούνιο, εντοπίζεται η αφετηρία των ραγδαίων έως πρωτοφανών γεγονότων στο εγχώριο σύστημα. Τότε που οι «μεγαλύτερες» δυνάμεις έδειχναν να αιφνιδιάζονται δυσάρεστα στη διαπίστωση του πόσο είχαν χάσει την επαφή με την πραγματικότητα – με πρώτη την κυβερνητική παράταξη, η οποία γκρεμίστηκε από το βάθρο της αδιαμφισβήτητης ισχύος στο οποίο είχε ανέβει 12 μήνες νωρίτερα. Οι συμβατικές τακτικές του παρελθόντος μοιάζουν ήδη ξεπερασμένες. Πέραν της διαχειριστικής επάρκειας, που είναι καθοριστικό να μη δείχνει σημάδια εξάντλησης, απαιτείται κάτι πολύ μεγαλύτερο: ένα ρεαλιστικό και πειστικό (πολιτικό) σχέδιο ως προς την αντιμετώπιση των κοινωνικών αναγκών και των σύγχρονων προκλήσεων της χώρας. Πόση «τύχη» μπορεί να έχει η τακτική της ΝΔ να χρεώνει μονότονα στη (νέα) αξιωματική αντιπολίτευση, στο ΠΑΣΟΚ, κατηγορίες περί «πράσινου ΣΥΡΙΖΑ»; Και πόση «τύχη» μπορεί αντίστοιχα να έχει μια πασοκική επιμονή στα γνωστά «αντι-δεξιά» χτυπήματα;
Καμία – πάντως όχι μακροπρόθεσμα. Στην εποχή της αποχής και της κρίσης εμπιστοσύνης, σε μέρες κατακερματισμού του συστήματος και αδυναμίας πια πρόβλεψης εκλογικών συμπεριφορών, κανένας δυσάρεστος αιφνιδιασμός δεν μπορεί πλέον να αποκλείεται εκ των προτέρων. Ζητούμενο ξανά, η επαφή με τη (νέα) πραγματικότητα.