Συμπληρώνονται τρία χρόνια από το τέλος της 16χρονης θητείας της Ανγκελα Μέρκελ στην Καγκελαρία της Γερμανίας. Στο διάστημα αυτό απέφυγε οποιαδήποτε ανάμειξη στις τρέχουσες πολιτικές εξελίξεις στη χώρα της και τον κόσμο. Την ερχόμενη Τρίτη 26 Νοεμβρίου κυκλοφορούν τα απομνημονεύματά της στη Γερμανία και ταυτόχρονα σε πάνω από 30 άλλες χώρες. Μία πρόγευση για τις εμπειρίες και την άποψή της για ηγέτες που καθορίζουν και σήμερα τις τύχες του πλανήτη δίνει η προδημοσίευση αποσπασμάτων στην τελευταία έκδοση της εφημερίδας «Ντι Τσάιτ».
Ο τίτλος των απομνημονευμάτων είναι μία λέξη: «Ελευθερία». Εννοια κομβική στη ζωή και πολιτική διαδρομή της Μέρκελ, άμεσα συνυφασμένη με την πρώτη περίοδο της ζωής της στην κομμουνιστική Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. «Οι γονείς μου έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δημιουργήσουν ασφαλείς χώρους για εμένα και τα αδέρφια μου, έτσι ένιωθα. Θα τους είμαι πάντα ευγνώμων για αυτό. Πέρασα ευτυχισμένα παιδικά χρόνια», γράφει.
Η κόρη ευαγγελικού πάστορα με διδακτορικό στη Φυσική δεν ανήκει στους «επαναστάτες» κατά του καθεστώτος της DDR, αλλά βίωσε την «τιμωρία», γιατί στην παράδοση του μαθήματος Μαρξισμού-Λενινισμού αυτή έλυνε ασκήσεις φυσικής. «Πάνω απ’ όλα, η βασική διαφορά με τη δημοκρατία ήταν ότι ένα μεμονωμένο άτομο δεν είχε καμία απολύτως νομική προστασία, το κράτος ενεργούσε αυθαίρετα, και οι ποινές του δεν περιορίζονταν στο θιγόμενο πρόσωπο, αλλά επεκτείνονταν συνήθως σε ολόκληρη την οικογένεια ή την ομάδα. Αυτή είναι η φύση μιας δικτατορίας. Τα καταφύγια που δημιούργησαν οι γονείς μου για τα αδέρφια μου και εμένα ήταν επομένως απαραίτητα για την επιβίωσή μας».
Η πρώτη γυναίκα καγκελάριος της Γερμανίας
Οι εκλογές του 2005 έφεραν την πρώτη θητεία της Ανγκελα Μέρκελ στην Καγκελαρία της Γερμανίας. Τότε, όπως γράφει, βίωσε και τη «διαφορά που υπάρχει μεταξύ θεωρίας και πράξης όταν τέθηκε το ερώτημα, αν είχε ωριμάσει η Γερμανία να αποδεχτεί μια γυναίκα καγκελάριο. Υπήρχαν αμφιβολίες και μέσα στο ίδιο της το κόμμα, βαθιά μέσα και στις τάξεις των γυναικών», σημειώνει. Ο Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν καγκελάριος ήδη για επτά χρόνια, και στην τελική ευθεία του προεκλογικού αγώνα γύρισε υπέρ του το παιχνίδι, γεγονός που ενίσχυσε την εσωκομματική αμφισβήτηση της Μέρκελ στο CDU. «Εμένα με έβλεπαν με κριτική ματιά. Το ίδιο θα συνέβαινε σε οποιονδήποτε άνδρα ήταν υποψήφιος καγκελάριος. Αλλά το να είμαι γυναίκα, ένιωθα, σίγουρα δεν ήταν πλεονέκτημα. Οσο πλησίαζε η ημέρα των εκλογών, τόσο περισσότερο αυτό γινόταν εμφανές. Εκανα και το λάθος να κάνω πολύ λίγες διακοπές για να σκεφτώ άλλα πράγματα πριν από την καυτή φάση της προεκλογικής εκστρατείας. Αποτέλεσμα ήταν να μπερδέψω σε μια συνέντευξη ακόμη το ακαθάριστο με το καθαρό εισόδημα».
Το βράδυ των εκλογών, εξαιτίας της μικρής διαφοράς στην πρόβλεψη του εκλογικού αποτελέσματος που έδινε προβάδισμα στη Μέρκελ με το CDU/CSU, ο Σρέντερ την αντιμετώπισε απαξιωτικά. «Πιστεύετε σοβαρά ότι το κόμμα μου θα αποδεχόταν υπό αυτές τις συνθήκες μία πρόταση της κυρίας Μέρκελ, που θα έλεγε ότι θέλει να γίνει καγκελάριος;», είπε ο Σρέντερ στο πάνελ των αρχηγών στην τηλεόραση. Κοιτώντας τη Μέρκελ πρόσθεσε: «Δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει συνασπισμό υπό την ηγεσία της με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, αυτό είναι ξεκάθαρο, μην έχετε αυταπάτες». Σκέφτηκα: Είναι τρέλα! Τι γίνεται εδώ; Δεν μπορούσα να εκτιμήσω πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα, αλλά ο Σρέντερ δεν ήταν σίγουρα σε πορεία νίκης».
Σχεδόν δύο μήνες αργότερα, στις 18 Νοεμβρίου 2005, υπογράφηκε η συμφωνία συνασπισμού της Χριστιανικής Ενωσης με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα με καγκελάριο την Ανγκελα Μέρκελ. Ηταν 51 χρονών και παρέμεινε καγκελάριος της Γερμανίας για 16 χρόνια.
Καθοριστικός σταθμός στις εξελίξεις που οδήγησαν στον σημερινό πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία ήταν η σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι το 2008 και οι αποφάσεις για την Ουκρανία και Γεωργία. «Οι συζητήσεις αφορούσαν μάλλον, κατά πόσο η Συμμαχία θα συμφωνούσε με τις δύο χώρες ένα «Σχέδιο Δράσης Μέλους» (MAP), ώστε να περάσουν στο τελικό στάδιο της διαδικασίας ένταξης στο ΝΑΤΟ. Η Ουκρανία και η Γεωργία είχαν ζητήσει αυτό το καθεστώς. Στο Βουκουρέστι δεν ήταν η τελική απόφαση ένταξης», γράφει η Μέρκελ, «αλλά πολιτικά θα ήταν μια σχεδόν μη αναστρέψιμη δέσμευση για ένταξη στο ΝΑΤΟ και για τις δύο χώρες».
Κατανοούσε την επιθυμία των χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης να γίνουν μέλη του ΝΑΤΟ όσο το δυνατόν γρηγορότερα, επειδή ήθελαν να είναι μέρος της δυτικής κοινότητας μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Αλλά την ίδια στιγμή, το ΝΑΤΟ και τα κράτη – μέλη του έπρεπε επίσης να εξετάσουν τις πιθανές επιπτώσεις για την ασφάλεια, τη σταθερότητα και τη λειτουργικότητα της Συμμαχίας με κάθε βήμα διεύρυνσής της. Η αποδοχή ενός νέου μέλους πρέπει να συνεπάγεται περισσότερη ασφάλεια για το ίδιο, αλλά και το ΝΑΤΟ», λαμβάνοντας υπόψη και την εσωτερική δομή της χώρας.
Η Μέρκελ αιτιολογεί την αντίθεσή της τότε να δοθεί στην Ουκρανία και τη Γεωργία το καθεστώς του υποψήφιου μέλους του ΝΑΤΟ επικαλούμενη τις συνέπειες που θα είχε μία τέτοια απόφαση για την ίδια τη Συμμαχία. «Ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας του ρωσικού Πολεμικού Ναυτικού βρισκόταν στη χερσόνησο της Κριμαίας, η οποία αποτελεί μέρος του εδάφους της Ουκρανίας, και η αντίστοιχη σύμβαση μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας ίσχυε μέχρι το 2017. Ενας τέτοιος συνδυασμός με τις ρωσικές στρατιωτικές δομές δεν είχε υπάρξει σε καμία από τις υποψήφιες για ένταξη στο ΝΑΤΟ χώρες. Επιπλέον, εκείνη την εποχή μόνο μια μειοψηφία του ουκρανικού πληθυσμού υποστήριζε την ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ».
Είχε προηγηθεί έναν χρόνο νωρίτερα η «Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια» τον Φεβρουάριο του 2007 παρουσία και του Βλαντίμιρ Πούτιν. Η καγκελάριος Μέρκελ στην εναρκτήρια ομιλία της απηύθυνε κάλεσμα για συνεργασία και διάλογο με τη Ρωσία παρά τις διαφορές απόψεων. «Κάθισα στην πρώτη σειρά (…) και παρακολουθούσα τον Πούτιν. Μιλούσε γρήγορα, μερικές φορές ελεύθερα, είχε γράψει ο ίδιος το μεγαλύτερο μέρος, αν όχι ολόκληρη την ομιλία του. Αυτό που με ενόχλησε ιδιαίτερα ήταν η υποκρισία του: ούτε λέξη για τις ανεπίλυτες συγκρούσεις στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, τη Μολδαβία και τη Γεωργία, επέκρινε τις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ στη Σερβία, αλλά δεν είπε λέξη για τις φρικαλεότητες των Σέρβων κατά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ούτε για τις εξελίξεις στην ίδια τη Ρωσία».
Στο Μόναχο, λέει η Μέρκελ, έζησε τον Πούτιν, όπως ακριβώς τον γνώριζε: Ως «κάποιος που είναι πάντα σε επιφυλακή μην του φερθούν άσχημα, και πάντα έτοιμος για παιχνίδια εξουσίας, είτε επιστρατεύοντας σκύλους (σ.σ. αναφέρεται στη συνάντηση που είχε με τον Πούτιν το 2007 και είχε φωνάξει τον σκύλο του για να την τρομάξει), είτε αφήνοντας να τον περιμένουν. Μπορεί να τα θεωρεί κάποιος παιδιάστικα και να κουνά το κεφάλι. Αλλά αυτό δεν εξαφανίζει τη Ρωσία από τον χάρτη».
Για τον Πούτιν, το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ πρόσφερε στην Ουκρανία και τη Γεωργία μια γενική υπόσχεση ένταξης «ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου». Σε άλλο πλαίσιο, που δεν θυμάται πλέον λεπτομερώς, αργότερα είχε πει στη Μέρκελ: «Δεν θα είσαι καγκελάριος για πάντα. Και μετά θα γίνουν μέλος του ΝΑΤΟ. Αυτό θέλω να το αποτρέψω». Σκέφτηκα: Ούτε εσύ θα είσαι πρόεδρος για πάντα», θυμάται η Μέρκελ. Θεωρεί ότι πολλοί ηγέτες ανατολικοευρωπαϊκών χωρών είχαν «ευσεβείς πόθους» και «αβάσιμες ελπίδες», θα προτιμούσαν να εξαφανιστεί η Ρωσία. «Αλλά η Ρωσία, με τα πυρηνικά της όπλα, υπήρχε. Ηταν και είναι γεωπολιτικά παρούσα, καθώς είναι ένα από τα πέντε μόνιμα μέλη του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ασφαλείας με δικαίωμα βέτο, μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, τη Γαλλία, τη Μεγάλη Βρετανία και την Κίνα».
Είναι μια τέτοια επισήμανση για την παγκόσμια σημασία της Ρωσίας έκφραση ενός «παράλογου φόβου» για αυτή τη χώρα, όπως είπε ο Βολοντιμίρ Ζελένσκι στο βιντεοσκοπημένο μήνυμά του προς τον λαό του στις 3 Απριλίου 2022 μετά τη σφαγή στο Μπούτσα; «Οχι», λέει η Μέρκελ, «είναι έκφραση μιας διαφορετικής εκτίμησης για την αποτρεπτική επίδραση έναντι της Ρωσίας που θα είχε η απόφαση ενός οδικού χάρτη ένταξης της Ουκρανίας και Γεωργίας μέχρι να ολοκληρωθεί η ένταξή τους στο ΝΑΤΟ.
Η μετωπική σύγκρουση με τον Ντόναλντ Τραμπ και η στήριξη στην Κάμαλα Χάρις
Η σύγκρουση της Ανγκελα Μέρκελ με τον Ντόναλντ Τραμπ ήταν μετωπική. Παρακολούθησε τον προεκλογικό αγώνα ελπίζοντας ότι θα κερδίσει η Χίλαρι Κλίντον. Αλλά οι εκλογές έβγαλαν πρόεδρο τον Τραμπ. «Ο Ντόναλντ Τραμπ όχι μόνο έδωσε έναν εθνικιστικό τόνο με τα προεκλογικά του συνθήματα “America First” και “Make America Great Again”, επέκρινε επίσης επανειλημμένα τη Γερμανία και εμένα προσωπικά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας» γράφει η Μέρκελ.
«Υποστήριξε ότι κατέστρεψα τη Γερμανία δεχόμενοι τόσο πολλούς πρόσφυγες το 2015 και το 2016, μας κατηγόρησε ότι δεν ξοδεύαμε αρκετά χρήματα για την άμυνα και μας κατηγόρησε για αθέμιτες εμπορικές πρακτικές λόγω του εμπορικού μας πλεονάσματος με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Για χρόνια, τα πολλά γερμανικά αυτοκίνητα στους δρόμους της Νέας Υόρκης ήταν αγκάθι στο μάτι του. Κατά τη γνώμη του, το γεγονός ότι οι Αμερικανοί τα αγόρασαν θα μπορούσε να οφείλεται μόνο σε τιμές ντάμπινγκ και υποτιθέμενη χειραγώγηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ του ευρώ και του δολαρίου. Μίλησε επανειλημμένα για την επιβολή δασμών στα γερμανικά αυτοκίνητα προκειμένου να γίνει η αγορά τους μη ελκυστική». Πολλά δεν άλλαξαν με τη δεύτερη θητεία του Τραμπ στην προεδρία του ΗΠΑ.
Το 2017 η Μέρκελ επισκέφτηκε πρώτη φορά τον Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο. Ο Τραμπ την υποδέχτηκε στην πόρτα με χειραψία. «Πριν από την κατ’ ιδίαν συνάντησή μας στο Οβάλ Γραφείο, εμφανιστήκαμε στις κάμερες για δεύτερη φορά. Οταν δημοσιογράφοι και φωτογράφοι ζήτησαν άλλη μια χειραψία, εκείνος τους αγνόησε. Αντί να το παραβλέψω στωικά, του ψιθύρισα ότι πρέπει να δώσουμε ξανά τα χέρια – κατά την επίσκεψη του ιάπωνα πρωθυπουργού Σίνζο Αμπε, το έκανε για δεκαεννέα δευτερόλεπτα, χωρίς ο Αμπε να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του». Εκ των υστέρων αναρωτιέται πώς μπόρεσε να περιμένει κάτι τέτοιο από τον Τραμπ.
«Ο Ντόναλντ Τραμπ μου έκανε μια σειρά από ερωτήσεις, μεταξύ των οποίων και για την ανατολικογερμανική καταγωγή μου και τη σχέση μου με τον Πούτιν. Προφανώς ήταν πολύ γοητευμένος από τον ρώσο πρόεδρο. Στα χρόνια που ακολούθησαν είχα την εντύπωση ότι τον γοητεύουν πολιτικοί με αυταρχικές και δικτατορικές τάσεις» λέει η Μέρκελ.
Το συμπέρασμα της Μέρκελ από την πρώτη επίσκεψη στον Τραμπ ήταν ότι δεν υπάρχει κανένας κοινός παρονομαστής. «Ο Τραμπ έκρινε τα πάντα από την οπτική γωνία του επιχειρηματία των ακινήτων που ήταν πριν από την πολιτική. Κάθε οικόπεδο μπορεί να πουληθεί μόνο μία φορά. Αν δεν το πάρει αυτός, θα το πάρει κάποιος άλλος. Ετσι έβλεπε και τον κόσμο. Για αυτόν, όλες οι χώρες είναι σε μεταξύ τους ανταγωνισμό, στον οποίο η επιτυχία της μιας ήταν η αποτυχία της άλλης».
Κατά τη συγγραφή του βιβλίου συνεχιζόταν ο προεκλογικός αγώνας στις ΗΠΑ. «Εύχομαι ολόψυχα η Κάμαλα Χάρις, την οποία γνώρισα στη διάρκεια της τελευταίας επίσκεψής μου ως καγκελαρίου στην Ουάσιγκτον τον Ιούλιο του 2021, να επικρατήσει του υποψηφίου της και να εκλεγεί πρώτη πρόεδρος των ΗΠΑ» γράφει η Μέρκελ.
Αλλά και αυτή τη φορά το αποτέλεσμα ήταν διαφορετικό.