Στο ντιμπέιτ ο στόχος ήταν βασικά ένας: να φανεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ, που παρέμενε τουλάχιστον μέχρι χθες αξιωματική αντιπολίτευση, δεν είναι σε τροχιά διάλυσης, αλλά προχωράει συντεταγμένα παρά τις αποχωρήσεις, παρά τις αλλαγές.
Κι αυτό αυξάνοντας παράλληλα το ενδιαφέρον για τη συμμετοχή της Κυριακής, την ώρα που θα βρίσκεται αντιμέτωπος με το επόμενο κομματικό εγχείρημα του πρώην προέδρου του.
Στην πρώτη ώρα της δίωρης τηλεμαχίας, μόνο μία ουσιαστική αναφορά υπήρξε στον Στέφανο Κασσελάκη, από τον Παύλο Πολάκη για την υπόθεση του Ματιού («Είναι αισχρή προπαγάνδα»).
Από εκεί και πέρα, τόσο εκείνος όσο και οι Σωκράτης Φάμελλος, Νικόλας Φαραντούρης και Απόστολος Γκλέτσος φρόντισαν να κρατήσουν τους τόνους πολιτικούς. Οι φιλοφρονήσεις έδιναν και έπαιρναν: «Θέλω να ρωτήσω τον φίλο και σύντροφο Σωκράτη», «Νίκο, έχεις δίκιο», «Παύλο μου, θέλω να μου πεις για τα καρτέλ», «Συμφωνάς;» – όλα ειπώθηκαν χαμογελαστά, ακόμα κι όταν υπήρχε διαφωνία.
Η συζήτηση ανέδειξε τη διαφορά εμπειρίας ανάμεσα στους δύο πρώην υπουργούς του ντιμπέιτ (που αποτελούν και τους επικρατέστερους υποψηφίους) και στους άλλους δύο, λιγότερο έμπειρους, υποψηφίους.
Ο Φάμελλος και ο Πολάκης, έχοντας το προηγούμενο του ντιμπέιτ του ΠΑΣΟΚ, ζητούσαν τεκμηρίωση και μιλούσαν με αριθμούς, χωρίς να κοιτούν πολύ τα χαρτιά τους, γνωρίζοντας πως οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις είναι αυτές που πιθανόν θα αναδειχτούν περισσότερο στον δεύτερο γύρο – ο πρώτος ήταν ο πιο πολιτικός, ο δεύτερος ο πιο τηλεοπτικός.
Ο Φάμελλος είχε βασικό σύνθημα το restart του ΣΥΡΙZA, εν είδει «συγυρίσματος» του πολιτικού σπιτιού με σοβαρότητα και αξιοπιστία, ώστε να γίνει «πυλώνας προοδευτικών συνεργασιών», ενώ ο Πολάκης στήριξε ένα «λαϊκά κατανοητό πρόγραμμα», προκρίνοντας τη σύγκρουση με τη διαπλοκή και ριζοσπαστικές λύσεις στο κράτος, όπως η επανάκτηση αγαθών και υπηρεσιών υπό δημόσιο έλεγχο – ακόμα και η επιστροφή της Εθνικής Τράπεζας και των ΕΛΠΕ στο Δημόσιο.
Η μεταξύ τους διαφορά οπτικής φάνηκε τόσο στον διάλογο για τη στάση Πολάκη για τα ομόφυλα ζευγάρια (στην οποία ο Πολάκης επέμεινε λόγω της τεκνοθεσίας μέσω παρένθετης, ενώ ο Φάμελλος του επεσήμανε πως το κόμμα είχε καταθέσει σχετική τροπολογία για το θέμα) όσο και όταν τέθηκε το ζήτημα των «λαθών Πολάκη» που κόστισαν στον ΣΥΡΙΖΑ (με την απάντησή του πως «είναι απείρως λιγότερα από αυτά που πετύχαμε με τη δική μου προσφορά»).
Η πιο έντονη στιγμή μεταξύ τους, σε ένα χαλαρό ντιμπέιτ, ήταν όταν ο Φάμελλος σχολίασε πως ο Πολάκης δεν ψήφισε τον όρο δημοσιοποίησης του πόθεν έσχες στην ΚΕ – εκείνος αρνήθηκε, αν και τότε είχε προτείνει μόνο μια προϋπόθεση (τις 30 υπογραφές) και είχε δηλώσει πως όλα τα άλλα «συμβάλλουν στην προσπάθεια κάποιων να το παίξουν θύματα και γι’ αυτό δεν το θέλω».
Οσον αφορά την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, ο Πολάκης διαφώνησε για τη διαχείριση του μαξιλαριού, αλλά και για τη στάση απέναντι στο Ισραήλ, ο Φάμελλος μίλησε για «ίσες ευκαιρίες» στα πειραματικά σχολεία, τόνισε πως δεν πρέπει να δοθούν νέες άδειες για υποθαλάσσιες έρευνες για υδρογονάνθρακες και μίλησε για ένα αποκεντρωμένο σχέδιο πολιτικής προστασίας, στα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Από την πλευρά του, ο Φαραντούρης απάντησε στο ερώτημα για τον διπλό ρόλο ευρωβουλευτή και προέδρου, ενώ προέκρινε δημιουργία δύο θέσεων αντιπροέδρου, αλλά και κεντροαριστερό άνοιγμα – προτείνοντας το ζήτημα της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, αν θα μείνει στην Αριστερά ή αν θα πάει στους Σοσιαλιστές, να τεθεί σε καταστατικό συνέδριο.
Η τέταρτη ενότητα, πριν οι υποψήφιοι περιγράψουν σε ελεύθερο διάλογο το όραμά τους για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να λέγεται «Κασσελάκης». «Αποκλείστηκε γιατί ήθελε να αποκλειστεί, όταν κάνει πατσαβούρα το καταστατικό και μιλάει για μαύρα ταμεία…», ανέφερε σχετικά ο Γκλέτσος, ενώ ο Πολάκης ανέδειξε το ζήτημα του πόθεν έσχες τού πρώην προέδρου: «Φαντάζεστε έναν ηγέτη κόμματος Αριστεράς, CEO σε φορολογικό παράδεισο στα Μάρσαλ.
Αν το ξέραμε, ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει πρόεδρος», σχολίασε χαρακτηριστικά.
Ο Φάμελλος, που επίσης είχε στηρίξει τον Κασσελάκη, τόνισε πως ανησυχία υπήρξε όταν σωρεύτηκαν σοβαρά προβλήματα: «Τον Φεβρουάριο έθεσα στα όργανα του ΣΥΡΙΖΑ την αντίθεσή μου, ακόμα και στην Κεντρική Επιτροπή επεσήμανα πως δεν εφαρμόζονται οι αποφάσεις του συνεδρίου. Πολλά λάθη, που κορυφώθηκαν μετά τις ευρωεκλογές, και έθεσα θέμα προσφυγής στη βάση, χωρίς να χρειαστεί μομφή».