Δεν θυμάμαι να έχω δει κάτι ανάλογο στο σινεμά. Ούτε από τα λογοτεχνικά ή δραματουργικά διαβάσματά μου μπορώ να ανασύρω κάτι παρόμοιο. Ούτε καν στις αρχαίες τραγωδίες με τους αρχετυπικούς ήρωες και τις ακραίες συμπεριφορές τους. Η ιστορία της Ζιζέλ Πελικό είναι φτιαγμένη από τόσο κακό, τόσο αρρωστημένο, τόσο διαστροφικό υλικό ζωής που δεν μπορεί να μετουσιωθεί σε κανενός είδους Τέχνη – τουλάχιστον έτσι νομίζω. Κυρίως διότι στην Τέχνη, ακόμη και οι πιο αποτρόπαιες πράξεις έχουν μία βάση, έναν λόγο, ξεκινούν από κάπου και οδηγούν κάπου έστω και μέσα στο μυαλό του «δράστη». Για να το πω απλά, η Μήδεια δεν σκότωσε τα παιδιά της επειδή δεν είχε κάτι πιο ενδιαφέρον να κάνει. Η ιστορία της Ζιζέλ Πελικό όμως κάνει κάτι άλλο. Ανατρέπει κάποια από τα δομικά χαρακτηριστικά του θύματος. Η Ζιζέλ και ο Ντομινίκ Πελικό ήταν ένα τυπικό – ακόμη και φυσιογνωμικά – ζευγάρι Γάλλων. Συνομήλικοι, παντρεύτηκαν από τρελό έρωτα και στη δεκαετία των εβδομήντα τους χρόνων είχαν τρία παιδιά και επτά εγγόνια. Μια ήσυχη, ευτυχισμένη οικογένεια σαν αυτές που ανεβάζουν stories στο Instagram. Τουλάχιστον έτσι νόμιζε η Ζιζέλ.
Τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να παρουσιάζει περίεργα συμπτώματα. Επεφταν τα μαλλιά της, ξεχνούσε, δεν είχε ενέργεια. Τα παιδιά της νόμιζαν ότι είναι ενδείξεις Αλτσχάιμερ ή καρκίνου, οι εξετάσεις της όμως δεν έδειξαν κάτι τέτοιο. Οσο για μια φλεγμονή στον τράχηλο, ο Ντομινίκ υπερηφανευόταν στον γιατρό για την ένταση στη σεξουαλική επαφή τους ακόμη και έπειτα από τόσα χρόνια γάμου. Ολα αυτά μέχρι πριν από τέσσερα χρόνια. Τον Σεπτέμβριο του 2020, η αστυνομία συνέλαβε τον Πελικό σε ένα εμπορικό κέντρο καθώς προσπαθούσε να φωτογραφίσει κάτω από τις φούστες γυναικών. Οταν κάλεσαν στο τμήμα τη Ζιζέλ και τη ρώτησαν αν τον ξέρει, εκείνη απάντησε: «Βεβαίως. Είναι ο άντρας μου και είναι ένας πολύ ωραίος τύπος». Κι αυτά ήταν τα τελευταία δευτερόλεπτα της, μέχρι τότε, ήσυχης ζωής της. Αμέσως μετά οι αστυνομικοί της έδειξαν το υλικό που είχαν βρει στον υπολογιστή του. Σκηνές βιασμού, ακόμη και ομαδικού, με θύμα μία γυναίκα. «Ποια είναι αυτή;» ρώτησε. «Εσείς» της απάντησαν.
Ο άντρας της, επί δέκα χρόνια, της έδινε μεγάλες δόσεις υπνωτικών χαπιών για να τη ναρκώσει και καλούσε άτομα που «ψάρευε» στο Διαδίκτυο για να τη βιάσουν. Ναρκωμένη. Χωρίς συνείδηση. Σαν ένα κομμάτι κρέας, όπως είπε στο δικαστήριο, σαν ένα πτώμα που ήταν όμως ζεστό. Μέσα σε δέκα χρόνια την είχαν βιάσει περισσότεροι από εβδομήντα άνδρες. Η ίδια νόμιζε ότι, σε όλη τη ζωή της, είχε πάει μόνο με δύο.
Ο νόμος τής έδινε το δικαίωμα να μην παρουσιαστεί στο δικαστήριο, να γίνει η δίκη κεκλεισμένων των θυρών. Να μείνει η ίδια και τα παιδιά της στην ασφάλεια της ανωνυμίας. Η Ζιζέλ όμως βγήκε μπροστά. Εκεί, στο δικαστήριο, να βλέπει δημόσια τις σκηνές του μαρτυρίου, να αντικρίζει τους βιαστές της. Για να καταγγείλει τη, λόγω χαπιών, «χημική υποταγή», για να αλλάξει, όπως είπε, η ντροπή πλευρά. Ας σκεφτούμε να είμαστε για μια στιγμή στη θέση αυτής της γυναίκας που είναι ένα κίνημα από μόνη της.