Πολυδιαβασμένος και πολυμεταφερμένος στον κινηματογράφο και την τηλεόραση, ο «Κόμης Μόντε Κρίστο» (Le comte de Monte – Cristo, Γαλλία, 2024), το αθάνατο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά πάνω στη ζωή ενός αδικημένου ναυτικού που έπεσε στην παγίδα τριών ανθρώπων που ήθελαν το κακό του δεν θα πάψει ποτέ να επανέρχεται σε μεγάλη και μικρή οθόνη και πάντα να προκαλεί την περιέργεια. Το ενδιαφέρον σε αυτή την τελευταία κινηματογραφική εκδοχή που σκηνοθέτησε το ντουέτο της πρόσφατης τριλογίας των «Τριών Σωματοφυλάκων» Αλεξάντρ Ντε Λα Πατελιέ και Ματιέ Ντελαπόρτ, βρίσκεται σε αρκετά σημεία. Πρώτον, οι σκηνοθέτες χωρίς να κάνουν καμία οικονομία, σου δίνουν την αίσθηση ότι με τη μεταφορά τους δεν άφησαν καμία σελίδα του βιβλίου ανεκμετάλλευτη. Δεύτερον, η προσέγγισή τους έχει κάτι από το παλιό, κλασικό σινεμά, αυτό που ήταν πάντα γενναιόδωρο στο θέαμα χωρίς ωστόσο να στηρίζεται στην ευκολία των ειδικών εφέ. Εφέ υπάρχουν και εδώ, όμως το ανθρώπινο στοιχείο είναι που υπερτερεί σε όλους τους τομείς. Τρίτον, με τον Πιερ Νινέ, τον πιο μαγνητικό σύγχρονο σταρ της Γαλλίας σήμερα, ο κεντρικός ήρωας Εντμόν Νταντές αποκτά μια πολυδιάστατη εικόνα: δεν είναι απλώς ένας εκδικητής που θέλει το κακό εκείνων που του κατέστρεψαν τη ζωή, αλλά ένας ευφυής μηχανορράφος που χάρη στον πλούτο που απέκτησε έχει τη δυνατότητα να στηρίζει τις στρατηγικές μεθόδους που χρησιμοποιεί για να πάρει το αίμα του πίσω. Τέταρτον, παρά τη μεγάλη διάρκειά της, τρεις ώρες παρά δύο λεπτά, η ταινία δεν δείχνει ποτέ να «ξεχειλώνει» ή να φλυαρεί. Ολο το συμπληρωματικό καστ είναι θαυμάσιο (Αναΐς Ντεμουστιέ, Πατρίκ Μιγ, Πιερφραντσέσκο Φαβίνο), ενώ ειδική μνεία θα πρέπει να γίνει στον Λοράν Λαφίτ που υποδύεται τον διεστραμμένο νομικό Ζεράρ Ντε Βιγφόρ που έπαιξε τον πιο σημαντικό ρόλο στην καταδίκη και καταστροφή του Νταντές.
Μετά την πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ Βενετίας, ο «Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης» (Beetlejuice Beetlejuice, ΗΠΑ, 2024) του Τιμ Μπάρτον καλεί στις αίθουσες τους φαν (και ίσως όχι μόνο) της cult επιτυχίας που βρίσκεται πίσω του. Ακολουθώντας (όπως το περιμένεις) επιμελώς τα χνάρια του ήρωα που ο ίδιος «γέννησε» πριν από 38 χρόνια, ο Μπάρτον προσφέρει στους θεατές αυτό που θέλουν να δουν, και αρκείται στο να «ποτίσει» με κάποια νέα ευρήματα κάτι ήδη γνωστό σε εκατομμύρια. Ο 600 (και βάλε) ετών Σκαθαροζούμης (Μάικλ Κίτον) έχει παραμείνει ένας αμετανόητος αντίπαλος της «πολιτικής ορθότητας» και το χιούμορ του, για μια ακόμη φορά δεν έχει κανένα απολύτως όριο. Και με την πρώην σύζυγό του στη μέση, την οποία υποδύεται μια πολύ καλή Μόνικα Μπελούτσι (που το έχει το χιούμορ), τα πράγματα γίνονται ακόμα χειρότερα (για εκείνον) και ακόμα καλύτερα για μας. Μπορεί η «λερωμένη» εικόνα της πρώτης ταινίας να έχει αντικατασταθεί από μια κάπως πιο λαμπερή και πιο στιλπνή, αυτό όμως δεν με εμπόδισε να παρασυρθώ, να θυμηθώ και την ίδια ώρα να ξεχαστώ βλέποντας μια κωμωδία φαντασίας που ίσως να μην γράψει ιστορία, αλλά δεν σε κοροϊδεύει για αυτό που είναι και σίγουρα προσφέρει γέλιο με τη… σέσουλα!
Παρότι είναι αδύνατον να μη νιώσεις ασφυκτικά ή και δυσάρεστα ακόμα ενώ παρακολουθείς την ταινία «Υπόθεση Γκολντμάν» (Le procès Goldman, Γαλλία, 2023) δεν μπορείς και να μην εκτιμήσεις τη σκηνοθετική γενναιότητα του Σεντρίκ Καν ο οποίος δεν υποχωρεί σε κλισέ και συμβάσεις. Επιστρέφοντας στην πολύκροτη δίκη του ακροαριστερού ακτιβιστή Πιερ Γκολντμάν (Αριέ Βορτχάλτερ), που συγκλόνισε τη γαλλική κοινωνία στα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο Καν ανοίγει από την αρχή τα χαρτιά του γιατί είναι ξεκάθαρο ότι τον ενδιαφέρει η κατά γράμμα αναπαράσταση αυτής της δίκης χωρίς όμως τα «στολίδια» που συχνά διακρίνουμε στα χολιγουντιανά «δικαστικά δράματα». Να θυμίσουμε καταρχάς ότι το 1976 ο Γκολντμάν καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για τέσσερις ένοπλες ληστείες, μία από τις οποίες είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο δύο φαρμακοποιών. Ωστόσο, στην τελευταία δίκη στην οποία εστιάζει η ταινία, ο Γκολντμάν υποστήριξε την αθωότητά του, προκάλεσε χάος «φλερτάροντας» με την πιθανότητα της θανατικής ποινής και μετατράπηκε σε είδωλο της διανοούμενης Αριστεράς που τον ηρωοποίησε. Στεγνό, λιτό, σχεδόν επιτηδευμένα άχαρο, το φιλμ επιδιώκει να βάλει τον θεατή μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου – ακόμα και το φορμά του φιλμ που χρησιμοποιεί ο Καν είναι ταυτόσημο με εκείνο της εποχής της ταινίας. Ωστόσο, από πλευράς δραματουργίας το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της είναι η «ανισόρροπη» σχέση του Γκολντμάν με τον νεαρό δικηγόρο του, Ζορζ Κιεγμάν (Αρτούρ Αραρί), με τον οποίο βρισκόταν σε σύγκρουση και δεν ήθελε ως υπερασπιστή του.
Στην εισαγωγή του θρίλερ «Strange Darling» (ΗΠΑ, 2023) βλέπουμε μια κοπέλα ντυμένη στα κόκκινα να τρέχει σε ένα λιβάδι, προφανώς κυνηγημένη από κάποιον. Γνωρίζοντας από την off αφήγηση που έχει προηγηθεί ότι το θέμα της ταινίας σχετίζεται με serial killings στις ΗΠΑ ανάμεσα στα 2018-2020, εύλογα αναρωτιέται κανείς τι θα μπορούσε στ’ αλήθεια να προσφέρει μία ακόμα ταινία πάνω στη δράση κάποιου κατά συρροή δολοφόνου στην αμερικανική suburbia; Μέχρι που αντιλαμβάνεσαι ότι αυτή η ταινία, όντως μπορεί να κάνει τη διαφορά χάρη στην εντελώς απρόβλεπτη εξέλιξή της που κυριολεκτικά σε πιάνει «στον ύπνο», το γεγονός ότι προτεραιότητα έχουν οι διάλογοι ανάμεσα στους χαρακτήρες που αυξάνουν την ένταση όπως και το χιούμορ που δεν περιμένεις να εναρμονίζεται τόσο ισορροπημένα με δεδομένο το είδος στο οποίο αυτή η ταινία ανήκει. Ολα είναι άψογα κινηματογραφημένα σε φιλμ 35 mm, κάτι που από μόνο του δηλώνει την αγάπη του σκηνοθέτη Τζ. Τ. Μόλνερ προς την ίδια την κινηματογραφική εμπειρία (παίζουν: Γουίλα Φιτζέραλντ, Κάιλ Μάλνερ κ.ά.).
Στη «Μικρή ιστορία για έναν έρωτα» (Α short film about love, Πολωνία, 1988 – από τον τηλεοπτικό «Δεκάλογο») με μια εκπληκτική οικονομία και την ικανότητα να κοιτάζει την ουσία με ποιητικό βλέμμα, ο Κριστόφ Κισλόφσκι έχοντας ως βάση την εντολή «Μην επιθυμήσεις τα πλούτη του άλλου» εξετάζει τη δημιουργία μιας εξ αποστάσεως σχέσης με πρωταγωνιστές τον 19χρονο ορφανό Τόμεκ (Ολαφ Λουμπατζένκο) που παρακολουθεί μέσα από το τηλεσκόπιό του τη μεγαλύτερή του Μάγκντα (Γκραζίνα Ζαπολόφσκα), που μένει στο απέναντι διαμέρισμα. Μέσα στη σύντομη αλλά τόσο ουσιαστική αυτή ταινία, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τις δικές του φοβίες, ενοχές και ανησυχίες.
Το «Cure» (Ιαπωνία, 1997) του Κιγιόσι Κουροσάβα είναι ένα φορμαλιστικό, τηλεπαθητικό «παιχνίδι» ανάμεσα σε έναν νευρωτικό αστυνομικό (Κότζι Γιακούσο, από τις «Υπέροχες μέρες» του Βέντερς) και τον κατά συρροή δολοφόνο χωρίς μνήμη τον οποίο καταδιώκει. Ικανός να δημιουργεί μια ενοχλητική ανησυχία ή το αίσθημα πανικού μέσα σε μερικά πλάνα, ο Κουροσάβα συνδυάζει το θρίλερ με τον στοχασμό και την ποίηση, κληρονομιά αφενός της μεγάλης παράδοσης του ιαπωνικού κινηματογράφου και αφετέρου του σύγχρονου ευρωπαϊκού σινεμά και της οικονομίας των μέσων των αμερικανικών b-movies.
Η «Μαγική πόλη» (Ελλάδα, 1954) του Νίκου Κούνδουρου αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα της θετικής επιρροής που άσκησε στους έλληνες σκηνοθέτες της μεταπολεμικής γενιάς το νεορεαλιστικό κινηματογραφικό «κίνημα» της γειτονικής Ιταλίας. Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ο Κούνδουρος εξερευνά με όρεξη τον κοινωνικό χώρο των φτωχογειτονιών της Αθήνας (Δουργούτι και Καισαριανή) αφηγούμενος παράλληλα μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία: ένας νεαρός φορτηγατζής (Γιώργος Φούντας), αναζητά διέξοδο από τη φτώχεια του και τη βρίσκει μεν αλλά σε λάθος μέρος (τον υπόκοσμο). Συμπρωταγωνιστεί η Μαργαρίτα Παπαγεωργίου και μικρούς ρόλους κρατούν οι Μίμης Φωτόπουλος, Θανάσης Βέγγος και Ανέστης Βλάχος.
Προβάλλεται, τέλος, και η ταινία του διάσημου βρετανικού γκρουπ κωμικών Monty Python, «Το αδελφάτο των Ιπποτών της Ελεεινής Τραπέζης» (Monty Python and the Holy Grail, Αγγλία, 1975), μια σατιρική ματιά πάνω στον Μύθο του Ιερού Δισκοπότηρου, του Βασιλιά Αρθούρου και του Κάμελοτ, με σκηνοθέτες τους Τέρι Τζόουνς και Τέρι Γκίλιαμ. Αναρχικό χιούμορ και βγάλσιμο γλώσσας προς την Ιστορία μέσα από μια ανατρεπτική σάτιρα η οποία πολύ απλά ισοπεδώνει τα πάντα. Δεν είναι όμως ανάλογης αξίας με την κλασική κωμωδία της ομάδας, το «Ενας προφήτης, μα τι προφήτης».