Πριν από δύο εβδομάδες, στις 20 Αυγούστου, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας επικύρωσε την καταδίκη μιας 99χρονης Γερμανίδας σε δύο χρόνια φυλάκιση με αναστολή για συνέργεια στη δολοφονία περισσότερων από 10.000 ανθρώπων: μεταξύ 1944 και 1945, η Ιρμγκαρντ Φέρχνερ εργαζόταν ως γραμματέας στο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης Στούτχοφ, στην Πολωνία. «Η εργασία της ως μοναδική στενογράφος», έκρινε τελεσίδικα η γερμανική Δικαιοσύνη, «ήταν ζωτικής σημασίας για τη λειτουργία του στρατοπέδου, που ήταν οργανωμένο με τρόπο απόλυτα γραφειοκρατικό» και η ίδια «είχε γνώση των εγκληματικών πράξεων των κύριων δραστών, τους οποίους υποστήριζε και προς τους οποίους κατά κάποιον τρόπο τάχθηκε αλληλέγγυα, προσφέροντάς τους παρ’ όλ’ αυτά υπηρεσίες». Ο γερμανικός Τύπος παρουσίασε την υπόθεση αυτή ως «ενδεχομένως η τελευταία δίκη» για ναζιστικά εγκλήματα. Μόλις τρεις ακόμα έρευνες εκκρεμούν, αφορούν μία πρώην επόπτρια στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ράβενσμπρουκ και δύο πρώην φύλακες στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Ζάξενχαουζεν, καθώς και το στρατόπεδο αιχμαλώτων πολέμου Στάλαγκ 365 Βλαντίμιρ-Βόλινσκ, στην Ουκρανία. Οι τρεις κατηγορούμενοι, ωστόσο, είναι ο νεότερος 99 και η μεγαλύτερη 101 χρόνων.
Υπάρχει λοιπόν η θεωρία «της μνήμης που φθίνει»: καθώς πεθαίνουν οι τελευταίοι επιζήσαντες, αλλά και οι τελευταίοι θύτες, το σύνθημα «ποτέ ξανά» σιγά-σιγά αποδυναμώνεται και ο κίνδυνος να επαναληφθούν τα ίδια λάθη, οι ίδιες τραγωδίες, μεγαλώνει.
Υπάρχει όμως και η θεωρία της «κόπωσης απέναντι στην αλλαγή». Για τους πολίτες της πρώην Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, λέει, τα χρόνια μετά την επανένωση ήταν συχνά πολύ δύσκολα. Επρεπε να προσαρμοστούν σε νέους πολιτικούς θεσμούς, σε μια νέου τύπου οικονομία. Αυτή η διαδικασία μετασχηματισμού άφησε πολλούς ανθρώπους με την αίσθηση πως η ζωή τούς προσπερνούσε και τροφοδότησε μεγάλη απογοήτευση. Οταν τους λέμε σήμερα ότι θα πρέπει να αλλάξουν και πάλι τον τρόπο ζωής τους για να προσαρμοστούν στις προκλήσεις της ψηφιακής επανάστασης, της κλιματικής αλλαγής ή της ενεργειακής μετάβασης, εκφράζουν όπως είναι αναμενόμενο μεγάλη δυσπιστία – και αυτό ωφελεί φυσικά τα κόμματα που απορρίπτουν την αλλαγή.
Υπάρχει επίσης η θεωρία της «δυσφορίας για την απουσία συζήτησης». Το 1990, λέει, οι Ανατολικογερμανοί προσχώρησαν στη Δυτική Γερμανία, και συνεπώς στο ΝΑΤΟ, χωρίς καμία ουσιαστική συζήτηση. Αφού πρώτα έζησαν υπό την κηδεμονία της Μόσχας επί σαράντα χρόνια, κλήθηκαν εν μιά νυκτί να συμβιβαστούν με το γεγονός ότι η ασφάλειά τους θα εξαρτιόταν εφεξής από την Ουάσιγκτον. Τριάντα τέσσερα χρόνια αργότερα, πληρώνουμε το γεγονός ότι δεν έγινε τότε καμία συζήτηση και ότι, για πολλούς Ανατολικογερμανούς, η συμμετοχή στην Ατλαντική Συμμαχία δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Αλλωστε για πολλούς Γερμανούς που γεννήθηκαν στη ΓΛΔ, η Ρωσία είναι μια οικεία χώρα με γλώσσα και πολιτισμό. Και από αυτή την άποψη, υπάρχει μια πραγματική διαφορά με τους Δυτικογερμανούς, οι οποίοι μεγάλωσαν με την ιδέα ότι ο Ρώσος ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα εχθρός και θα μπορούσε να εισβάλει στο Δυτικό Βερολίνο μέσα σε λίγα λεπτά.
Υπάρχει και η θεωρία του «παραπονεμένου μπακουριού». Οικονομικά, λέει, η ανατολική Γερμανία έχει πια σχεδόν φτάσει τη δυτική: πριν από 20 χρόνια, το ποσοστό της ανεργίας στα ανατολικά ήταν τουλάχιστον 10 μονάδες μεγαλύτερο, τώρα πια όμως δεν υπάρχει παρά μια διαφορά δύο μονάδων. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία δύο χρόνια, οι οικονομίες των ανατολικών κρατιδίων αναπτύσσονται ταχύτερα από εκείνες των δυτικών, καθώς παγκόσμιοι παίκτες όπως η Tesla και η Intel έχουν εγκαταστήσει εκεί εργοστάσια – παρεμπιπτόντως, τα επίπεδα μετανάστευσης στα ανατολικά κρατίδια που κλήθηκαν προχθές στις κάλπες είναι από τα χαμηλότερα σε ολόκληρη τη Γερμανία. Αλλά η οικονομία δεν είναι το παν, και σε άλλους τομείς η ανατολική Γερμανία εξακολουθεί να υστερεί. Το δημογραφικό, για παράδειγμα. Αν εξαιρέσουμε το Βερολίνο, η ανατολική Γερμανία έχει χάσει ένα 15% του πληθυσμού της από το 1990, ενώ η δυτική Γερμανία τον είδε να αυξάνεται κατά 10%. Μεγαλύτερος σε ηλικία και με αναλογικά λιγότερους μετανάστες, ο πληθυσμός της ανατολικής Γερμανίας είναι επίσης περισσότερο ανδροκρατούμενος, με αναλογίες μερικές φορές 120-130 άνδρες για κάθε 100 γυναίκες στις μικρές πόλεις και τις αγροτικές περιοχές. Δεν είναι τυχαίο που το AfD, μόλις το 20% των μελών του οποίου είναι γυναίκες, καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά σε αυτές τις περιοχές, όπου υπάρχει υπερεκπροσώπηση ανύπαντρων ανδρών, πολλοί από αυτούς ζυμωμένοι με μια πατριαρχική κουλτούρα.
Θεωρίες που προσπαθούν να εξηγήσουν πώς και γιατί έφτασε ένα ακροδεξιό κόμμα όπως η Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) να γίνει πρώτη δύναμη σε ένα ανατολικογερμανικό κρατίδιο, τη Θουριγγία, και δεύτερη σε απόσταση αναπνοής από την πρώτη σε ένα ακόμα, τη Σαξονία, αλλά και για το πώς απέκτησε τόση δύναμη στις ίδιες περιοχές ένα ακροαριστερό κόμμα που περιέργως ή και καθόλου περιέργως πώς, έχει αρκετά κοινά με την AfD, υπάρχουν πολλές. Η συζήτηση αποκτά μάλιστα όλο και πιο επείγοντα χαρακτήρα, γιατί η Γερμανία δεν αποτελεί καμιά εξαίρεση, τα συμπτώματά της ταιριάζουν με την κακοδαιμονία που πλήττει την υπόλοιπη Δύση. Είμαστε άραγε καταδικασμένοι; Αυτό μένει να φανεί, ακόμα κρίνεται. Αξιοι της μοίρας μας πάντως σίγουρα είμαστε.