Η ιστορία της Μεταπολίτευσης είναι η ιστορία της μεσαίας τάξης η οποία αναδύθηκε και οικοδομήθηκε ως η κυρίαρχη κοινωνική δύναμη παρά τη ρευστότητα που τη χαρακτήρισε, οργανώνοντας και τον ιστορικό χρόνο της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Η αστικοποίηση της εργατικής και αγροτικής Ελλάδας, που είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’60 και απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά που εκφράστηκαν πολιτικά με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του ’80, σχηματοποιεί το μεταπολιτευτικό περιβάλλον σε μία δισυπόστατη κατάσταση στην οποία αναδεικνύεται ένα πολιτικό και ιδεολογικό υβρίδιο ελληνικής εμπνεύσεως όπου βρίσκουν χώρο και αναπτύσσονται παράλληλα τόσο οι ιδέες της Κεντροαριστεράς όσο και της Κεντροδεξιάς.
Ετσι έχουμε από τη μία πλευρά την επικράτηση μιας αριστερής υπερπολιτικοποιημένης κουλτούρας και από την άλλη την ενσωμάτωση ενός ραγδαίου εκδυτικισμού της καθημερινότητας που αποθεώνει τον καταναλωτισμό και προτάσσει ως κυρίαρχο ζητούμενο την ατομική ευδαιμονία.
Αυτή η ετερόκλητη ιδεολογική προσέγγιση ομογενοποιείται υπό τη σκέπη του πιο εμβληματικού και ισχυρού θεσμού που είναι η ελληνική οικογένεια και καθοδηγείται από ένα παράδοξο πολιτικό και οικονομικό ελληνο-βαλκανικής προελεύσεως δόγμα κρατικού παρεμβατισμού και φιλελεύθερης αντίληψης. Η δεκαετία του ’80 υπήρξε για τη χώρα μας ό,τι υπήρξε η δεκαετία του ’60 για τον υπόλοιπο δυτικό κόσμο. Είναι η δεκαετία της δημοκρατικής ωρίμασης, της πολιτικής απελευθέρωσης, της κοινωνικής κινητικότητας και της δημιουργίας και μετεξέλιξης της ελληνικής μεσαίας τάξης σε όλες τις διαβαθμίσεις της.
Η συμβολή του ΠΑΣΟΚ σε αυτή την εξέλιξη υπήρξε καθοριστική καθώς μέσα από μια αμφίδρομη διαδικασία ωρίμανσης και ισχυροποίησης έγινε ο κατεξοχήν εκφραστής της αναδυόμενης μεσαίας τάξης και της ραγδαίας αστικοποίησης μεγάλων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού. Είναι η εποχή που αρχίζει να γίνεται ευρεία χρήση του όρου Νεοέλληνας, ο οποίος λειτουργούσε περισσότερο αφοριστικά καθώς περιέγραφε ένα νέο ανθρωπότυπο που είχε υιοθετήσει μια σειρά συμπεριφορών που ωστόσο δεν συμβάδιζαν με την υποτιθέμενη οικονομική ανάκαμψη που απολάμβαναν πολλοί. Στην κυβερνητική του περίοδο το ΠΑΣΟΚ έπαψε να αποτελεί έναν απλό κομματικό φορέα του πολιτικού συστήματος.
Εξελίχθηκε στη συλλογική συνείδηση αλλά και στην καθημερινή πρακτική σ’ ένα σύστημα εξουσίας με συγκεκριμένες αρχές, αξίες και πρότυπα τα οποία σε μεγάλο βαθμό αντανακλούσαν τις ανάγκες του λαού και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων οι οποίοι επιδίωκαν να γίνουν μεσαίοι στην κοινωνική πυραμίδα και να απολαμβάνουν όλα όσα υλικά και πολιτικά είχαν στερηθεί τις προηγούμενες δεκαετίες. Το ΠΑΣΟΚ θεωρούνταν ο σημαντικότερος πολιτικός ιμάντας της κοινωνικής κινητικότητας στην Ελλάδα.
Ηταν μια παραδοχή την οποία ωστόσο διέλυσε απότομα η σκληρή μνημονιακή κρίση και όλα όσα ακολούθησαν. Τα εκλογικά του ποσοστά κατέρρευσαν, η επιρροή του συρρικνώθηκε, κινδύνεψε επί της ουσίας με πολιτικό αφανισμό.
Παρ’ όλα αυτά η πλειοψηφία των ερευνών που έχουν διεξαχθεί και δημοσιευθεί σχετικά με τα πολιτικά ορόσημα της μεταπολιτευτικής περιόδου στην Ελλάδα συντηρούν και με το πέρασμα του χρόνου περισσότερο επαυξάνουν παρά φθίνουν τον μύθο του Ανδρέα Παπανδρέου και των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και μεταξύ των νεότερων ηλικιακών ομάδων η διακυβέρνηση από τον Α. Παπανδρέου καταγράφεται ως η καλύτερη περίοδος των τελευταίων πενήντα ετών. Την ίδια στιγμή ο ίδιος αναγνωρίζεται ως ο σημαντικότερος πολιτικός ηγέτης από το 43,7% των Ελλήνων.
Ο μεταπολιτευτικός μύθος του ΠΑΣΟΚ παραμένει ισχυρός. Αυτό που αναζητείται είναι μια ένδοξη συνέχεια προσαρμοσμένη στις νέες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, που θα δίνει απαντήσεις όπως έκανε πριν από 40 χρόνια.
Ο Αντώνης Παπαργύρης είναι διευθυντής ερευνών της GPO