Θα ξεκινήσω με μια καθαρά προσωπική μαρτυρία, που μιλάει από μόνη της.
Το βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου 1974, βρέθηκα στην ίδια παρέα με τον Γιάννη Αλευρά σε μια ταβέρνα, κοντά στην πλατεία Αμερικής. Ο 62χρονος τότε έμπειρος συνδικαλιστής και παλιός βουλευτής ήταν καταστενοχωρημένος. Η αιτία; Ο Ανδρέας Παπανδρέου. Μαζί του συνδεόταν αδελφικά και όμως τώρα δεν τον άκουγε. Οπως μας είπε, την επομένη επρόκειτο να εξαγγείλει την ίδρυση ενός νέου κόμματος. Τουναντίον, ο ίδιος με την πλειοψηφία των παλαιών βουλευτών, που είχαν μείνει πιστοί στον Γεώργιο Παπανδρέου, του είχαν εισηγηθεί την επανασύσταση της Ενώσεως Κέντρου. «Τον παρέσυραν οι μαλλιάδες», έλεγε και ξανάλεγε. «Ακούς εκεί», συνέχιζε. «Κοινωνικοποίηση των τραπεζών! Κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης! Κλείσιμο των κλινικών! Πού νομίζει ότι βρίσκεται; Στην Αφρική;». Λίγο αργότερα, αποχαιρετώντας μας στην είσοδο της πολυκατοικίας του, στην οδό Λευκωσίας, ο Αλευράς, γεμάτος πίκρα, μας δήλωνε ότι δεν θα πήγαινε στο King’s Palace, το μεσημέρι της επομένης, όπου ο Ανδρέας θα έδινε στη δημοσιότητα τη διακήρυξη του νέου κόμματος.
Και πράγματι, από την ιστορική μάζωξη της 3ης Σεπτεμβρίου ο Αλευράς απoυσίαζε επιδεικτικά. Αν είχε πάει, θα καθόταν ασφαλώς και αυτός στην πρώτη σειρά, δίπλα στην Αμαλία Φλέμιγκ, τη Σύλβα Ακρίτα, τον Κώστα Σημίτη, τον Γιάννη Χαραλαμπόπουλο, τον ποιητή Γιάννη Κουτσοχέρα, και τον Κώστα Λαλιώτη, κάπου στην άκρη αριστερά. Τρεις μέρες αργότερα, όταν τον ξαναείδαμε στην ίδια ταβέρνα και τον ρωτήσαμε τι έγινε, μας είπε με ένα χαμόγελο ικανοποίησης: «Δεν βαριέσαι. Αυτά συμβαίνουν στις οικογένειες». Τα είχαν βρει με τον Ανδρέα.
Το περιστατικό αυτό είναι, όπως πιστεύω, ενδεικτικό του «γενετικού» χαρακτηριστικού του ΠΑΣΟΚ της πρώτης και ηρωικότερης περιόδου του. Παρά τις μικροδιαφωνίες, συνένωσε έναν χώρο ιστορικά κατακερματισμένο από παλιά, τον οποίο, από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, κανένας – ούτε καν ο Γεώργιος Παπανδρέου με την Ενωση Κέντρου – δεν είχε καταφέρει να συσπειρώσει: τον χώρο ανάμεσα στην Κεντροδεξιά και την κομμουνιστική Αριστερά. Το κατάφερε, χάρη στην ακτινοβολία της προσωπικότητάς του, ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ανέκαθεν, πέρα από τις επιμέρους φιλοδοξίες, τους εγωισμούς και τα τοπικά καπετανάτα, δύο ήταν και εξακολουθούν είναι οι κυρίαρχες τάσεις αυτού του χώρου: η ριζοσπαστική από τη μια, και η μεταρρυθμιστική από την άλλη. Ρήξη οι μεν, συγκεκριμένες αλλαγές από τώρα οι δε. Με τη ρητορεία της πρώτης και την πρακτική της δεύτερης, ο Ανδρέας Παπανδρέου συμπαρέσυρε στον ίδιο φορέα από τον κεντρώο Αλευρά έως τον τροτσκιστή της τάδε υποφράξιας. Από εκεί και πέρα, χάρη στην εκπληκτική ικανότητά του να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες συνθήκες, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να σημαδέψει την ιστορία της χώρας επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, έως την εποχή των Μνημονίων. Μόνον έτσι εξηγείται το απροσδόκητο πέρασμά του, το 1996, από τον εκρηκτικό Ανδρέα των θεαματικών διακηρύξεων στον μεθοδικό Σημίτη των χαμηλών τόνων.
Μα τι έγινε έκτοτε και το ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε; Να έφταιγε άραγε ο ΣΥΡΙΖΑ, που εισέπραξε σχεδόν καθ’ ολοκληρία την αντιμνημονιακή αγανάκτηση; Ή μήπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με το άνοιγμά του προς το Κέντρο; Ο κυνικός της παρέας θα έλεγε βέβαια και τα δύο, προσθέτοντας ωστόσο το κυριότερο: ότι σήμερα δεν υπάρχει στη χώρα μας καμιά προσωπικότητα που να μπορεί να παίξει αυτόν τον ρόλο.
Μήπως όμως, όπως δείχνει και η εμπειρία και των άλλων χωρών της Ευρώπης, με το facebook, το instagram και τα άλλα κοινωνικά δίκτυα, η εποχή του Μπραντ, του Σμιτ, του Μιτεράν ή και του Μπερλινγκουέρ έχει οριστικά περάσει; Μήπως, με άλλα λόγια, οι υποψήφιοι ηγέτες θα πρέπει να βρουν άλλους τρόπους για να συνενώσουν, κάτω από τις αξίες της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης, της ισοπολιτείας και του κράτους δικαίου, δύο επιδιώξεις που φαινομενικά μοιάζουν αντιφατικές: από τη μια την επιδίωξη της εξωστρέφειας, της νέας επιχειρηματικότητας και της αναβάθμισής της χώρας μας σε μιαν ανταγωνιστική Ευρώπη και, από την άλλη, τον σεβασμό της γλώσσας, της κουλτούρας και των πιο ζωντανών παραδόσεων του ευρηματικού λαού μας;
Πλην απροόπτου, πλην δηλαδή του ξεπετάγματος μιας προσωπικότητας ικανής να συσπειρώσει τα αντίθετα – κάτι, στις μέρες μάλλον δύσκολο – η σύνθεση αυτή πιστεύω ότι είναι το μεγάλο στοίχημα για όσους φιλοδοξούν να ηγηθούν του ΠΑΣΟΚ της επόμενης ημέρας. Αν δεν πετύχουν τον αναγκαίο συγκερασμό, με καινοτόμες προτάσεις, ριζοσπαστικές ιδέες και ρεαλιστικές λύσεις για τα «καθημερινά», πιστεύω ότι θα εξακολουθήσουν για πολλά χρόνια να βλέπουν την πλάτη του κ. Μητσοτάκη και των επιγόνων του.
Ο Νίκος Κ. Αλιβιζάτος είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών