Το θυμάμαι εκείνο το πρωινό της 31ης Αυγούστου 1997. Θυμάμαι δηλαδή το σοκ που σου δημιουργεί η μετωπική σύγκρουση με το απρόοπτο, με το μοιραίο, ακόμη κι αν δεν σε αφορά άμεσα. Ο θάνατος της Νταϊάνας και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έχασε τη ζωή της η «πριγκίπισσα του λαού» δεν έμοιαζε μόνο σαν θρίλερ, σαν δραματική κορύφωση ενός σίριαλ με τεράστια θεαματικότητα. Σου πέταγε στα μούτρα και το ότι η ζωή δεν προσαρμόζεται σε δραματουργικές πλοκές που κρατούν τα προσχήματα της αληθοφάνειας. Τα δικά της σενάρια είναι πιο χοντροκομμένα, δεν κρατούν τις ισορροπίες ανάμεσα σε αίτιο και αιτιατό, η πλοκή της ιστορίας μπορεί ξαφνικά να τιναχτεί στον αέρα αφήνοντας μετέωρους τους ήρωες και το «παραμύθι» στη μέση. Και σε εμάς τους υπόλοιπους μια αίσθηση ανασφάλειας, ένα «αφού συνέβη αυτό σε αυτούς, όλα μπορούν να συμβούν». Μία αίσθηση που την καταπίνει πολύ γρήγορα η καθημερινότητα. Μέχρι να συμβεί το επόμενο «τράκο». Κι ας είναι πολύ μακριά από τη γειτονιά σου.
Η σύντομη ζωή της Νταϊάνας ήταν ένα παραμύθι φτιαγμένο με τα υλικά του τέλους του 20ού αιώνα, υλικά ψευδαισθήσεων δηλαδή για μια ευφορία που όλος ο κόσμος νόμιζε ότι θα κρατούσε για πάντα. Και οι ψευδαισθήσεις πρέπει να προβάλλονται πολύ και συνέχεια ώστε να πείσουν ότι είναι «τοπία» της πραγματικότητας. Το κορίτσι με το ντροπαλό βλέμμα και τις αμήχανες κινήσεις που έγινε πριγκίπισσα, που θα γινόταν βασίλισσα. Η μεταμόρφωσή του σε έναν «κύκνο» του διεθνούς τζετ σετ, μια κομψή γυναίκα, μούσα των μεγαλύτερων σχεδιαστών μόδας, η αγαπημένη του Χόλιγουντ και της πολιτικής ελίτ, η πιο φωτογραφισμένη και η πιο αναγνωρίσιμη εκείνη την εποχή. Ηταν όμως μόνο η αναγνωρισιμότητα που εκτόξευσε τη δημοτικότητά της στο ζενίθ, που την ανέδειξε σε είδωλο της ποπ κουλτούρας, που ο θάνατός της προκάλεσε παγκόσμιο πένθος και έκανε ακόμη και ιθαγενείς σε χωριά της Αφρικής να κλαίνε όταν παρακολουθούσαν στην τηλεόραση την κηδεία της μαζί με άλλα δυόμισι δισεκατομμύρια τηλεθεατές;
Ή μήπως και το σημαντικό φιλανθρωπικό της έργο, ο αγώνας για να καθαριστούν από τις νάρκες πρώην εμπόλεμες περιοχές, οι αγκαλιές της με ασθενείς του AIDS;
Η προσωπική μου γνώμη είναι πως η Νταϊάνα έγινε η «η πριγκίπισσα της καρδιάς και του λαού» διότι, με έναν άμεσο τρόπο, απενοχοποίησε την ενδοοικογενειακή μελαγχολία. «Διηγήθηκε» με τη ζωή και τη στάση της οικογενειακά αδιέξοδα, προδοσίες και απιστίες εκατέρωθεν, προσπάθειες υπέρβασης κανόνων, συγκρούσεις με κατεστημένα, ιστορίες διαφυγής από ασφυκτικά περιβάλλοντα, κρίσεις κατάθλιψης και πανικού.
Με μια εξωστρέφεια που όμως δεν υπήρξε ποτέ προκλητική ή ναρκισσιστική. «Διηγήθηκε» μία περιπέτεια γυναικείας ενηλικίωσης μέσα από τον γάμο που, αν και είχε εκτυλιχθεί στο παλάτι του Μπάκιγχαμ, είναι αναγνωρίσιμη σε μία γειτονιά του Λίβερπουλ, ένα χωριό της Κρακοβίας, ένα νησί των Φιλιππινών, μία συνοικία της Μελβούρνης, μία πολυκατοικία στο Καζακστάν, ένα δυάρι στα Πατήσια.
Γι’ αυτήν ακριβώς τη διευρυμένη εγγύτητά της θεωρώ, επί της ουσίας, την Νταϊάνα πολιτικό πρόσωπο. Που στην ιστορία της «πατούν» σήμερα, έστω και ασυνείδητα, σύγχρονα κινήματα.