Καθώς το πλοίο πλησιάζει το νησί, τα πιτσιρίκια μαζεύονται στην προβλήτα. Το κάνουν πάντα, σαν ένα είδος καλωσορίσματος. Αλλωστε τους τουρίστες, μέχρι πρότινος, τους ήξεραν προσωπικά. Κάθε χρόνο οι ίδιοι, είχαν πια μάθει τα χούγια τους. Μόνο τα δύο τελευταία χρόνια κατέκλυσαν το νησί καινούργιοι παραθεριστές. Ερχονται σαν συστημένοι, ρωτάνε για συγκεκριμένα μέρη. Πού βρίσκεται ο «στοιχειωμένος φάρος» όπου, στη χάση του φεγγαριού, λένε ότι ακούς από τα ερείπιά του το τραγούδι της γοργόνας. Πού είναι το καφενείο της κυρα-Θαλασσινής που φτιάχνει τους καλύτερους κεφτέδες στο Αιγαίο (μυστική συνταγή).
Ποια είναι η Τζόις από την Ιρλανδία που ήρθε πριν από χρόνια στο νησί, ερωτεύτηκε έναν ντόπιο ψαρά, ρίζωσε εδώ και φτιάχνει υπέροχα κοσμήματα από κοχύλια και ξυλάκια της παραλίας. Είναι κάτι τέτοιες αναφορές στον «τελευταίο Παράδεισο του Αιγαίου» που τους έκαναν να πάρουν την απόφαση για αυτό το δεκάωρο ταξίδι με το πλοίο. Από την πρώτη όμως στιγμή η ηρεμία του τοπίου, η χαλαρότητα των κατοίκων, η ατμόσφαιρα που διατηρεί ακόμη την αθωότητα περασμένων δεκαετιών, τους αποζημιώνουν. Κυρίες και κύριοι ή μάλλον αγαπημέν@ ξέν@, καλώς ήρθατε στην Ψίμυθο. Ενα νησί που δεν εντοπίζεται μεν στον χάρτη αλλά εδώ και λίγες μέρες κάνει πρωτοφανή σουξέ στα σόσιαλ μίντια. Αρα, κατά κάποιον τρόπο, υπάρχει.
Η ιστορία ξεκίνησε από τον Κώστα Μανιάτη, τον beatBukowski του Χ, που την περασμένη Κυριακή έγραψε: «Να βρεις ένα ψεύτικο όνομα για νησί, φασέικο λίγο, Ψίμυθο π.χ., και να λες ότι φέτος η φάση έγινε εκεί. Δεν έχεις πάει Ψίμυθο; Ε ρε φίλε, γ…ει. Εγινε χαμός φέτος». Και το μεγάλο διαδικτυακό κοινό, σαν έτοιμο από καιρό, τσίμπησε. Ενα καλοκαίρι που πολλοί, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, υιοθέτησαν το staycation, η Ψίμυθος έγινε ο απόλυτος προορισμός. Και σε αυτό έπαιξε μεγάλο ρόλο και το όνομα. Παραπέμπει σε κάτι απομονωμένο που όμως «έρχεται από μακριά». Περιθωριακό και πολύτιμο συγχρόνως. «Δεν ξέρω πώς μου ήρθε» λέει στα «ΝΕΑ» ο Κώστας Μανιάτης. «Απλά, ήθελα κάτι να θυμίζει Ψέριμο, Σίκινο, τέτοια νησάκια. Δεν το πολυσκέφτηκα, μια βλακεία της στιγμής ήταν».
Από τις πρώτες κιόλας ώρες άρχισε να αναπτύσσεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μια παραλλαγή του εφέ Ντιντερό. Το όνομα ήταν η αρχή που αμέσως δημιούργησε την ανάγκη συγκρότησης ενός ολόκληρου αφηγήματος. Φασέικο το όνομα, φασέικα και τα υπόλοιπα. Ευκολάκι. Η μορφολογία του νησιού, τα πανηγύρια, οι ντόπιοι, οι τοπικές συνταγές, η έλλειψη ιατρικής υποδομής που έκανε τον Αδωνη Γεωργιάδη να διαψεύσει ούτως ή άλλως fake news. Και τι δεν γράφτηκε τις τελευταίες ημέρες από ανθρώπους που ήξεραν ότι επρόκειτο για μια φάρσα, βάλθηκαν όμως να χτίσουν τον μύθο της. Αναλύσεις ότι είναι το νησί της Καλυψούς και το όνομά του προέρχεται από τις λέξεις «ψίθυρος» και «μύθος».
Για τα «συμφέροντα» που κατέστρεψαν την Ψίμυθο όπως την ξέραμε και τη γέμισαν ανεμογεννήτριες, για τον έναν και μοναδικό μαθητή που κάνει μόνος του παρέλαση στις εθνικές γιορτές, για το κίνημα «Ελεύθερες Παραλίες» που ξήλωσε όλες τις ξαπλώστρες, για το ότι ανακηρύχθηκε ο πιο οικονομικός προορισμός στην Ελλάδα. Ακόμη και η δημώδης ποίηση προσαρμόστηκε για να υποβάλει τα σέβη της στην Ψίμυθο. «Ψιμυθιανό είν’ το νερό, ψιμυθιανή κι η βρύση, ψιμυθιανή κι η κοπελιά που πα’ για να γιομίσει». Ο συγγραφέας Αλέξης Σταμάτης μάλιστα έγραψε και ένα υπέροχο ποίημα: «Στη σιωπή της θάλασσας – η Ψίμυθος / Κοράλλι βυθού / τα κύματα, εγκοπές, / καταπίνουν το φως / Οι ψαράδες, αόρατοι, / κυνηγούν το διαμάντι / Σφάζει εκείνο κι αστράφτει / Στιγμές αποσπασματικές / η πραγματικότητα διαλύεται / κι η Ψίμυθος – αδιάκριτη, μένει σιωπηλή».
Από τη μία, ένα έξυπνο συμμετοχικό τρολάρισμα στο Διαδίκτυο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να στηθεί μια πολύ καλή διαφημιστική καμπάνια για οποιοδήποτε προϊόν (φτάνει να αποδοθούν στον Μανιάτη τα ποσοστά που δικαιούται). Από την άλλη όμως, η αποτύπωση της ανάγκης μας για αυτόν τον «ου-τόπο», για ένα νησί που επειδή δεν υπάρχει μπορούμε να το φτιάξουμε όπως θέλουμε. Νησί οπωσδήποτε γιατί ταιριάζει πιο πολύ με την παρόρμηση για απόδραση από τη στενή, την ορατή πραγματικότητα. Σαν το νησί του Πρόσπερου στην «Τρικυμία» του Σαίξπηρ που συμβολίζει την απομόνωση, την εκδίκηση αλλά και τη συμφιλίωση, έναν απόλυτο κύκλο ουτοπίας δηλαδή. Σαν τη Νεφελοκοκκυγία στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, τον μεταξύ γης και ουρανού τόπο που εξασφαλίζει τη φυγή αλλά και την αθανασία.
Το παιχνίδι με την Ψίμυθο μας άρεσε γιατί μας θύμισε τις ιστορίες που φτιάχναμε όταν ήμασταν πιτσιρίκια με εμάς τους ίδιους πρωταγωνιστές και άρχοντες μιας φανταστικής επικράτειας. Κι αν δεν φτάσουμε ποτέ εκεί, ουδεμία σημασία έχει. Η Ψίμυθος μας έδωσε το ωραίο ταξίδι.