Συχνά, ολοένα και συχνότερα, με δηλώσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ή με δημόσιες τοποθετήσεις στον Τύπο πέφτουμε σε βαθιά απελπισία, διότι απεβίωσε ο ποιητής, πέθανε ο τροβαδούρος, χάθηκε ο πολιτικός, έφυγε ο επιστήμονας, ο φιλόσοφος, πέθανε ο ηθοποιός κ.ο.κ. κι έχουμε γίνει… φτωχότεροι στην ποίηση, στην τέχνη, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία κ.λπ. Γιατί αυτός ο δημόσιος συλλογικός κοπετός και ως προς τι, άραγε, γινόμαστε φτωχότεροι;
Τις περισσότερες φορές, αν όχι όλες, όσες/οι φεύγουν από τη ζωή είναι πλέον απόμαχοι, βρίσκονται σε αδράνεια και υπό τη φροντίδα των άλλων· δηλαδή ήδη μας έχουν αφήσει, κληροδοτήσει ακριβέστερα, ό,τι είχαν ως περιουσία. Ισχυρίζομαι, δηλαδή, ότι ο πλούτος που μας αφήνουν όσοι μας εγκαταλείπουν έχει ήδη κατατεθεί στις ψυχικές, πνευματικές, συναισθηματικές ή – και κυριολεκτικά – στις τραπεζικές θυρίδες μας. Και αν είναι άνθρωπος δικός μας, ας δεχτώ ότι θα θρηνήσουμε και θα πενθήσουμε τον συγγενή.
Η απουσία των άλλων δεν είναι φτώχεια. Είναι δυναμικό κίνητρο για να προσπαθήσουμε να αφήσουμε ομοίως ίχνη και περιουσία στις γενιές που μας ακολουθούν· όχι απαραιτήτως σε επίπεδο επιτεύγματος επιστημονικού, καλλιτεχνικού ή αντίστοιχου άλλου! Το ένσαρκο παράδειγμα της ζωής μας, του ύφους ή του ήθους ή της σκέψης μας συνιστά περιουσιακό στοιχείο και πολύτιμο κληροδότημα για όσους έπονται. Από αυτές τις περιουσίες δεν πρέπει να φτωχαίνουμε. Κι αν πεθάνει ο υπερήλικος επιστήμονας, έχει μείνει το φάρμακο που δημιούργησε· αν φύγει ο γέροντας ηθοποιός, θα έχουμε τους ρόλους του· αν χαθεί ο ηλικιωμένος αοιδός, θα διασωθούν τόσα πολλά ψηφιακά αρχεία, δόξα τω Θεώ, η τεχνολογία κάνει θαύματα! Αν χαθεί ο δαφνοστεφανωμένος ποιητής, θα μείνει ο λόγος του, «κτήμα ες αεί», όπως προέβλεψε πολύ πρώιμα ο Θουκυδίδης για το δικό του έργο κι αν φύγει ο φιλόσοφος, ας σκεφτούμε τι νέο κόμισε στην ανθρώπινη σκέψη και ας αναστοχαστούμε πάνω σε αυτό, αντί να δοξολογούμε ή να υποβαθμίζουμε συλλήβδην το έργο του στα ΜΚΔ.
Οι απόντες για τους οποίους πονάμε και λυπόμαστε αποτελούν ήδη στοιχεία της περιουσίας μας, επειδή τους αγαπήσαμε, τους σεβαστήκαμε ή τους εκτιμήσαμε για τα συγκεκριμένα εκείνα ποιοτικά χαρακτηριστικά που τους έκαναν ιδιαίτερους.
Ας μάθουμε, λοιπόν, μέσω αυτής της λύπης να διακρίνουμε και να υιοθετούμε τις αρετές τους: την πειθαρχία και το πάθος του επιστήμονα για το επίτευγμα με γνώμονα το primum non nocere και του αθλητή για εκείνο το γέρας από κλαδί αγριελιάς, τη γεμάτη έμπνευση ασκητική ζωή του καλλικέλαδου τροβαδούρου, διότι το ταλέντο από μόνο του δεν θα τον πήγαινε πολύ μακριά, και της ολοένα και πιο σπάνιας περίπτωσης αναφορικά με την απώλεια επιφανούς «πολιτικού ανδρός», διότι η Ιστορία ολοένα και πιο συχνά διαψεύδει ακόμη και αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις.
Κοντολογίς, δεν έχουμε λόγους να θρηνούμε για την απώλεια, παρά μονάχα να θαυμάζουμε όσα μας προσέφερε ο αναχωρήσας! Να μη νιώθουμε φτωχότεροι, αλλά πρόθυμοι να αλιεύουμε από το ποτάμι των απολεσθέντων επιλέγοντας τις εκλεκτές φερτές ύλες: τα ποιοτικά τραγούδια, τα έξοχα λογοτεχνικά βιβλία, τις αρετές που κατακτώνται με κόπο και όχι με τη σπαρίλα, το υψηλό θεατρικό θέαμα και όχι τις χυδαίες αθλιότητες, τους φίλους που μας προάγουν και τα πρότυπα που αποτελούν υψηλό μέτρο σύγκρισης, για να προοδεύουμε κι εμείς, όσο μπορούμε, ώστε να μην ευτελίζουμε τον σύντομο βίο μας.
Ο Κώστας Θεολόγου είναι καθηγητής Ιστορίας και Φιλοσοφίας του Πολιτισμού στο ΕΜΠ και συντονιστής της ΘΕ Κοινωνική Θεωρία και
Νεωτερικότητα στο ΕΑΠ