«Χρειάζεται να είσαι σοφός για να χειριστείς ένα ψέμα. Ο βλάκας καλύτερα να παραμένει ειλικρινής» πίστευε ο διάσημος Βρετανός συγγραφέας Νόρμαν Ντάγκλας. Με δεδομένο ότι ο ίδιος έκανε καριέρα, δίχως να κρύψει ότι ήταν… βιαστής παιδιών, δυστυχώς είχε δίκιο.
Τον Νόρμαν Ντάγκλας τον είχαν απομακρύνει από τη διπλωματική υπηρεσία στα 25 του χρόνια, όταν είχε εμπλακεί σε σεξουαλικό σκάνδαλο στην Αγία Πετρούπολη, το 1896.
Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και έτσι το μέλλον του δεν κινδύνευε σε καμία περίπτωση.
Αφού παντρεύτηκε μια πρώτη του εξαδέλφη, με την οποία χώρισαν -καθώς εκείνη ήταν άπιστη- αυτός ακολούθησε μια ζωή που συνδύαζε τη δόξα και σεξουαλικά σκάνδαλα με θύματα ανήλικα αγόρια και κορίτσια.
Ο Ντάγκλας, γνωστός ως πνευματώδης συνομιλητής, δεν έκρυβε την -αρρωστημένη- λατρεία του για μικρά παιδιά. «Πάντα αγαπούσα μια πολύ μεγάλη εμμονή συνδεδεμένη με ένα πολύ μικρό αγόρι» έλεγε.
Τον Νοέμβριο του 1916 είχε κατηγορηθεί για άσεμνη επίθεση σε δύο ξαδέλφια ηλικίας 10 και 12 ετών. Τότε ήταν που τον έσωσε μια θαυμάστριά του, η συγγραφέας και ηθοποιός Φέιθ Κόμπτον Μακένζι, η οποία προσφέρθηκε να εμφανιστεί στο δικαστήριο και να προσφέρει άλλοθι στον υπόδικο.
Το άλλοθι της Μακένζι βοήθησε στην απελευθέρωση του Ντάγκλας με εγγύηση, δίνοντάς του τη δυνατότητα να φύγει από τη Βρετανία και να εγκατασταθεί στην Ιταλία.
Αυτή, όμως η πρώτη του νομική περιπέτειεια όχι μόνο δεν έπληξε τη φήμη του συγγραφέα, αλλά η σύλληψη του Ντάγκλας το 1916 αναφέρθηκε ευρέως στον βρετανικό Τύπο, βοηθώντας τον να γίνει το έργο του «South Wind» μπεστ σέλερ!
Βομβαρδισμένος από θαυμαστές που τον αναζήτησαν στη Φλωρεντία, την έδρα του κατά τη δεκαετία του 1920 και του 1930, ο Ντάγκλας έστελνε την αλληλογραφία του στο τοπικό ταξιδιωτικό γραφείο της Thomas Cook για να κρατήσει τη διεύθυνσή του μυστική.
Ωστόσο, τον Μάιο του 1937, ο Ντάγκλας έφυγε από τη Φλωρεντία, φοβούμενος ότι επρόκειτο να συλληφθεί για τον βιασμό ενός 10χρονου κοριτσιού. Πήρε ένα τρένο για το Μόντε Κάρλο, για να βρει καταφύγιο στον φίλο του Όσκαρ Λέβι, έναν πλούσιο Γερμανοεβραίο διανοούμενο που είχε χρηματοδοτήσει την πρώτη αγγλική μετάφραση των συλλεκτικών έργων του Φρίντριχ Νίτσε.
Ο Λέβι, όχι μόνο δεν ενοχλούνταν από την τερατώδη στάση ζωής του Ντάγκλας, αλλά του έλεγε πως: «Οι Ιταλοί έπρεπε να σου στέλνουν κάθε χρόνο 12 αγόρια και 12 κορίτσια, όπως έκαναν οι Αθηναίοι στον Μινώταυρο της Κρήτης. Λόγω των λογοτεχνικών σου προσόντων. Και επειδή δεν είσαι μινώταυρος, αλλά ωραίος κύριος, που κάνει καλό στα παιδιά.»
«Ο Λέβι δεν συμμεριζόταν τα σεξουαλικά γούστα του Ντάγκλας, αλλά ούτε και τα καταδίκασε».
Ο ενθουσιασμός του Ντάγκλας για τις νεαρές παρθένες και των δύο φύλων, κατά την άποψη του Λέβι, ήταν μέρος της έκκλησής του. Ο Λέβι επαίνεσε τον Ντάγκλας ως τον «τελευταίο από τους ειδωλολάτρες!» Δεν ήταν μόνο οι Νιτσεϊκοί που υπερασπίστηκαν τον Ντάγκλας. Πολλοί από τους βρετανικούς λογοτεχνικούς κύκλους ανέχονταν ευχαρίστως την παιδεραστία του, την οποία ελάχιστα έκανε για να κρύψει.
Όταν έφυγε άρον άρον και από την Ιταλία, λόγω του σκανδάλου, είχε αναφερθεί και στις βρετανικές εφημερίδες. Ωστόσο, όπως έγινε και 20 χρόνια νωρίτερα, αυτή τη περιπέτεια δεν έπληξε τη δημοτικότητά του. Όταν ο Ντάγκλας αναγκάστηκε να επιστρέψει στο Λονδίνο το 1942, έγινε δεκτός από έναν νέο κύκλο λογοτεχνικών φίλων, συμπεριλαμβανομένων των, Κόνσταντιν Φίτζγκιμπον και Μπάιαν Χάουαρντ και άλλους.
Μετά τον πόλεμο, ο Ντάγκλας επέστρεψε στην Ιταλία, όπου έγινε φίλος του Γκράχαμ Γκριν, ενός από τους πιο δημοφιλείς συγγραφείς της εποχής. Ο Γκριν, μάλιστα, μετά τον θάνατο του Ντάγκλας το 1952, θα υπερασπιζόταν σθεναρά τη φήμη του εκλιπόντως φίλου του, σε όσους τον κατηγορούσαν για κακοποίηση παιδιών.
«Σήμερα είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς πώς ένας τόσο διαβόητος παιδόφιλος θα μπορούσε να τον θαυμάζουν τόσοι πολλοί άνθρωποι παρά τη σεξουαλική του συμπεριφορά» λέει για το φαινόμενο στο Aeon, η ιστορικός στο Πανεπιστήμιο της Βικτώρια, Ρέιτσελ Χόουπ Κλέβης.
«Μπορεί να είναι φυσικό να υποθέσουμε ότι η ηθική επιταγή κατά του σεξ μεταξύ ενηλίκων και παιδιών είναι διαχρονική» λέει η Κλέβης «αλλά η σημερινή ακραία αντιπάθεια για την παιδεραστία χρονολογείται μόνο από τη δεκαετία του 1980»».
Τα κράτη θέσπισαν νέες νόμιμες ηλικίες συναίνεσης, πρώτα για τα κορίτσια και αργότερα για τα αγόρια, κατά τη διάρκεια του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, αλλά παρέμεινε ένα σημαντικό χάσμα μεταξύ γράμματος του νόμου και εφαρμογής του, λέει η Κλέβης.
«Σε μεγάλο μέρος του δυτικού κόσμου, τα δικαστήρια ασχολούνταν μόνο με την πιθανή θυματοποίηση των κοριτσιών και έβλεπαν τα αγόρια που έκαναν σεξ με άνδρες ως ληστρικούς πιθανούς εκβιαστές. Η ανησυχία για τα κορίτσια εξαρτιόταν από την κατάστασή τους σε σχέση με τον άνδρα που τα κακοποίησε και επικεντρωνόταν στη δυνατότητα γάμου τους. Η ηλικία συναίνεσης για γάμο παρέμεινε χαμηλή καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα και ο ίδιος ο γάμος εξάλειψε κάθε περιορισμό στη σεξουαλική ηλικία συναίνεσης. Στη Βρετανία, για παράδειγμα, πριν από το 1929, ακόμα κι αν δεν μπορούσαν να συναινέσουν στο σεξ εκτός γάμου μέχρι την ηλικία των 16, τα κορίτσια μπορούσαν να συναινέσουν σε γάμο (και σεξ εντός γάμου) στην ηλικία των 12 ετών» εξηγεί η ιστορικός.
«Σήμερα θα ήταν αδύνατον να φανταστεί κανείς πώς ένας διαβόητος παιδόφιλος θα μπορούσε να τον θαυμάζουν τόσοι πολλοί άνθρωποι παρά τη σεξουαλική του συμπεριφορά» λέει η Κλέβης.
Η ίδια όμως θέτει βασικά ερωτήματα που πρέπει να απασχολήσουν σήμερα: Είναι δυνατόν η ανύψωση του παιδόφιλου στην ιδιότητα του τέρατος, αντί να διευκολύνει τις καταγγελίες κατά της κακοποίησης παιδιών, να καθιστά πιο επιτακτική για τους φίλους, τα μέλη της οικογένειας και τους θαυμαστές να εμπλακούν σε μια ηθελημένη άγνοια για τις πράξεις του;
«Ποιος θέλει να εκθέσει κάποιον που αγαπά ως τέρας; Περισσότερο από αυτό, οι άνθρωποι τείνουν να μην πιστεύουν ιστορίες εξαιρετικής τερατουργίας. Ποιος θέλει να διαταράξει τη δική του κατάσταση διατυπώνοντας τέτοιους φοβερούς ισχυρισμούς;» αναρωτιέται η ιστορικός, τονίζοντας, ότι «το διακύβευμα είναι πολύ υψηλό για να κινδυνεύουμε να κάνουμε λάθος».
«Ίσως θα ήταν ευκολότερο να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αν μπορούσαμε να το αναγνωρίσουμε ως κακό και συνηθισμένο» απαντά η ίδια. «Στην εποχή του Ντάγκλας, αυτό το σεξ θεωρούνταν αμφισβητήσιμο αλλά αδιάφορο. Σήμερα, θεωρείται τρομερό αλλά ασυνήθιστο. Αν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι συμφωνούσαν ότι το σεξ μεταξύ ενηλίκων και παιδιών δεν είναι υγιές για τα παιδιά, και ότι πολλοί απλοί ενήλικες παρόλα αυτά εμπλέκονται σε μια τέτοια συμπεριφορά, ίσως περισσότεροι άνθρωποι θα ένιωθαν τη δύναμη να δουν και να μιλήσουν ενάντια στην καθημερινή κακοποίηση».