Λίγα, πραγματικά πολύ λίγα, είναι αυτά που δυσκολεύεται κανείς τόσο πολύ να χωνέψει όσο το πόρισμα του Αρείου Πάγου για την υπόθεση των υποκλοπών, το οποίο έπεσε σαν βόμβα στη δημόσια ζωή της χώρας – βόμβα περίπου του ίδιου μεγέθους όπως και οι ίδιες οι υποκλοπές πριν από λίγα χρόνια. Και αυτό επειδή το σκάνδαλο των υποκλοπών είναι τόσο τερατώδες όσο δεν έζησε άλλο η Μεταπολίτευση. Τόσο, όσο εκείνα που έκαναν τη δημοκρατία να διαλύεται πριν από τη χούντα να μοιάζουν περίπου πταίσματα μπροστά του. Ενα σκάνδαλο που δεν προσομοιάζει σε ευρωπαϊκή δημοκρατία του 21ου αιώνα αλλά σε τριτοκοσμικό αυταρχισμό όπου το κράτος δικαίου, το Σύνταγμα και η δημοκρατία είναι άγνωστες έννοιες. Και που κλονίζει βαθύτατα την πίστη ότι οι πολίτες αυτής της χώρας μπορούν να θεωρούν τη Δικαιοσύνη ως τον πυλώνα του πολιτεύματος που εκπληρώνει τον ύπατης σημασίας ρόλο της για την εύρυθμη λειτουργία του. Γιατί όσους και όποιους νομικισμούς κι αν επιστρατεύσει κάποιος για να φτάσει στα συμπεράσματα αυτού του πορίσματος (αν υπάρχουν και επαρκείς τέτοιοι, μένει να φανεί), δεν μπορεί να κάνει τη νύχτα μέρα. Επειδή η νύχτα, πολύ απλά, δεν είναι μέρα. Και να το επιχειρεί αυτό η πολιτική εξουσία είναι ένα ζήτημα. Το να το κυρώνει όμως η ανώτατη βαθμίδα της Δικαιοσύνης είναι εντελώς άλλης τάξεως θέμα που φέρνει μια μαύρη ημέρα η οποία θα τη συνοδεύει εις το εξής εσαεί.
Ενας ευρύτατος ανεξέλεγκτος σχεδόν μηχανισμός υποκλοπών με κέντρο του το ίδιο το πρωθυπουργικό γραφείο και εκτελεστικό βραχίονα την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών – αυτά είναι δεδομένα και άλλωστε γι’ αυτά ο Μητσοτάκης ξήλωσε τον επικεφαλής του γραφείου του και τον διοικητή της ΕΥΠ. Τι υποκλοπών όμως; Επικίνδυνων εχθρών της Ελλάδας; Προφανώς ναι, αν σε αυτούς περιλαμβάνονται, μεταξύ πολλών άλλων, κύριοι υπουργοί της ίδιας της κυβέρνησης Μητσοτάκη, βουλευτές, στελέχη και αρχηγοί πολιτικών κομμάτων, ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της χώρας και άλλοι ανώτατοι στρατιωτικοί επιτελείς, λειτουργοί της Δικαιοσύνης, δημοσιογράφοι – και ο κατάλογος είναι μακρύς…
Σύμφωνα λοιπόν με το ανώτατο δικαστήριο, όλα αυτά ήταν καλώς καμωμένα. Ουδέν πρόβλημα υπήρξε, ουδεμία ευθύνη της κυβέρνησης ή στελεχών της, ουδεμία της ΕΥΠ, κανείς δεν ήξερε, λέει, τίποτα, ενώ άλλωστε όλα ήταν, λέει, νόμιμα!..
Απαιτεί τεράστιες ποσότητες φαντασίας να μπορέσει να σκεφτεί κανείς την ηγεσία του ανώτατου δικαστηρίου και τους συντάκτες του εν λόγω πορίσματος να συζητούν πίσω από τις βαριές κλειστές πόρτες των γραφείων τους και να μοιράζονται την πεποίθηση ότι υπηρέτησαν τους ύπατους θεσμικούς τους ρόλους, τη Δικαιοσύνη και το πολίτευμα της χώρας εκδίδοντας αυτό το αδιανόητο κείμενο. Πολύ λιγότερη χρειάζεται για να φανταστεί όμως τι υπηρετεί ένα τέτοιο τερατώδες πόρισμα. Ή, για την ακρίβεια, τι λανθασμένα εκτιμήθηκε ότι μπορεί να υπηρετεί – γιατί δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι πρόκειται για κάτι τόσο ακραίο, ώστε θα λειτουργήσει τελικά ως μπούμερανγκ.
Τόσο η κοινή γνώμη, όσο και τα κατά τα λοιπά ετερόκλητα και μεταξύ τους συγκρουσιακά κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν αυτή τη στιγμή προκληθεί ανεπανόρθωτα, όπως άλλωστε έγινε και από τις αντίστοιχες κοινοβουλευτικές διαδικασίες επί του θέματος, που όμως είναι δεδομένο ότι ελέγχονται από την κυβέρνηση. Τώρα, ωστόσο, είναι διαφορετικά. Τώρα, αυτό που συνέβη προκαλεί πραγματικά σοβαρή ανησυχία για την πορεία της δημοκρατίας στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται πλέον μπροστά σε συμπεριφορές που ουδεμία σχέση έχουν με αυτό που ο όρος σημαίνει. Τώρα, γεννάται και εγκαθίσταται αυτόματα η πεποίθηση ότι η χώρα αλλάζει πραγματικά κατηγορία – μακράν επί τα χείρω βέβαια. Και αυτό δεν είναι αστεία υπόθεση. Ούτε, ελπίζει τουλάχιστον κανείς, θα ξεπεραστεί εύκολα. Επειδή πηγαίνουμε πια αλλού – και εκεί δεν πρέπει με κανέναν απολύτως τρόπο να πάμε.