Ορισμένες φορές χρειάζεσαι μόνο το θρόισμα της γλώσσας. Εκείνες τις στιγμές που σβήνει η ενέργεια της καλοκαιρινής ημέρας και ακούγεται ο αχός της επαρχιακής κωμόπολης βυθισμένης σε λήθαργο. Να, ο Μπέντζι, το μικρότερο παιδί της οικογένειας Κόμπσον: «Κλείστηκε στο κρατικό άσυλο του Τζάκσον το 1933. Ούτε τότε έχασε κάτι, επειδή, όπως και με την αδελφή του, δε θυμόταν το βοσκότοπο παρά μόνο την απώλειά του, και η λάμψη της φωτιάς είχε ακόμα το ίδιο λαμπερό σχήμα του ύπνου».
Δεν έχει καν σημασία εδώ να ανασυστήσουμε τον «βοσκότοπο», τη «λάμψη της φωτιάς» και, κυρίως, το «λαμπερό σχήμα του ύπνου». Είναι οι λέξεις που επέλεξε ο Αχιλλέας Κυριακίδης για να αποδώσει μέρος του φοκνερικού σύμπαντος στη νέα μετάφραση του μυθιστορήματος «Ο αχός και το πάθος» (εκδ. Gutenberg), από την πρώτη έκδοση του οποίου συμπληρώνονται 95 χρόνια. Το μακρινό πρότυπο του σαιξπηρικού «Μακμπέθ», η έννοια του λυκόφωτος («Twilight» ήθελε να ονομάσει αρχικά το έργο του ο αμερικανός συγγραφέας), οι βιβλικές αναφορές, οι «νέγροι» του Νότου – συμπλέκονται όλα στην υποδειγματική μεταγραφή για να αποδοθεί τελικά ένας κόσμος σε περιδίνηση και πτώση. Η παρακμή της οικογένειας Κόμπσον, της κοινωνίας στην οποία ανήκει, των δεσποτικών νότιων πολιτειών. Χάρη στη συγγραφική ιδιοφυΐα του Φόκνερ είναι μία αποστροφή της μαύρης μαγείρισσας Ντίλσι που ανοίγει την εικόνα. Ενα πανόραμα μέσα από μία ρωγμή: «Πού αλλού να τον πάνε;», αναρωτιέται για τον Μπέντζι. «Δεν έχουμε πια όσο χώρο είχαμε. Δεν μπορεί να κάτσει έξω στην αυλή και να κλαίει και να τον βλέπουν οι γειτόνοι». Από αυτή τη δυσπραγία ξεκινάει η αποψίλωση της οικογενειακής περιουσίας και των προνομίων (αρχής γενομένης από τον «βοσκότοπο του Μπέντζι», που ξεπουλιέται για να σπουδάσει στο Χάρβαρντ ο πρωτότοκος Κουέντιν, τον οποίο θα συναντήσουμε και στο «Αβεσσαλώμ, Αβεσσαλώμ»).
Θα πρέπει να αποδώσουμε στα τερτίπια της συνειδησιακής ροής τις εικόνες μιας ελληνικής κωμόπολης που «συγχωνεύεται» με την αποπνικτική ζέστη, τα ξέφτια και το ξεχαρβάλωμα, τις ντοπιολαλιές του φοκνερικού λυκόφωτος («τσίπα δεν έ ‘εις», λέει ο μαύρος Λάστερ, εγγονός της Ντίλσι). Κάποια στιγμή όλα παίρνουν τη μορφή της λογοτεχνίας και βιώνεις τους τόπους μέσα από τις σελίδες των βιβλίων. Είναι μια σκέψη που καταγράφει ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες για τη δική του επίδραση από τον Φόκνερ.
Κι ύστερα μένει ο τίτλος σαν ένας κόσμος χωριστά. Ενα παιχνίδισμα των λέξεων που ανοίγει και πάλι ένα παράλληλο σύμπαν. Γιατί «αχός και πάθος» και όχι «βουή και μανία»; Ο μεταφραστής Κυριακίδης, που καθοδηγεί χωρίς διδακτισμό τον αναγνώστη σε όλη τη διάρκεια της φοκνερικής αφήγησης μέσα από τις καίριες σημειώσεις, καταλήγει στο σημείωμα για την απόδοση του τίτλου («The sound and the fury»). Παραθέτοντας συνολικά 11 διαφορετικές εκδοχές αναζητά εκείνη που αποδίδει καλύτερα όχι μόνο την ανθρώπινη περιπέτεια και συνθήκη, αλλά και τον τρόπο εκφοράς από έναν «ηλίθιο» αφηγητή. Επιλέγει, λοιπόν, τη μετάφραση του Βασίλη Ρώτα. Πρόκειται φυσικά για την κομβικότερη αναφορά του μυθιστορήματος, όπως τονίζει ο Αχ. Κυριακίδης, καθώς μέσα στους 12 σαιξπηρικούς στίχους του «Μακμπέθ» συμπυκνώνονται τα νοήματα – και τα νήματα – που θα ξετυλίξει ο αμερικανός συγγραφέας στο δικό του μοντέρνο αριστούργημα:
Το αύριο και το αύριο και το αύριο σέρνεται
με το μικρό του βήμα ημέρα την ημέρα
ως τη στερνή γραμμένη συλλαβή του χρόνου·
κι όλα τα χτες μάς φώτιζαν τον δρόμο,
σε τρελούς, για τη σκόνη του τάφου.
Σβήσε, σβήσε, φως λιγόζωο!
Ζωή ‘ναι φευγαλέα σκιά,
φτωχός θεατρίνος, που με στόμφο
τρώει την ώρα του πά’ στη σκηνή
και πια δεν ξανακούγεται· ένα παραμύθι
που λέει ένας ηλίθιος όλο αχό και πάθος
χωρίς κανένα νόημα