Εφέτος είναι το καλοκαίρι της νοσταλγίας του καλοκαιριού. Ποιου καλοκαιριού; Ενός που έχει ο καθένας στο μυαλό του, δεν το ξέρετε. Ενός καλοκαιριού ιδεατού που, στην πραγματικότητα, μπορεί και να μην υπήρξε ποτέ. Αυτή είναι άλλωστε η εποχή τού «Λεωφορείου ο Πόθος», η εποχή τού «Δεν θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία». Και τα μαγικά φίλτρα των διακοπών (διότι τις καλοκαιρινές μας διακοπές νοσταλγούμε, όχι αυτό καθαυτό το καλοκαίρι) είναι ένα παζλ από αναμνήσεις δικές μας, αναμνήσεις άλλων, αφηγήσεις, αποσπάσματα από βιβλία, από ταινίες, στίχους ποιημάτων, φωτογραφίες, καρτ ποστάλ, λίγο ο «Αύγουστος» του Παπάζογλου, λίγο περισσότερο το «Καλοκαίρι» του Σαββόπουλου, ακόμη και ο Τόνι Πινέλι χωράει εδώ με το καλοκαίρι που «μαζί πηγαίναμε στην αμμουδιά / χέρι με χέρι και μ’ ένα αστέρι για συντροφιά». Ενα σωρό παρελθοντολογικά καλοκαιρινά κλισέ για στρωματσάδες στα μπαλκόνια, πλυσίματα με το λάστιχο στην αυλή της γιαγιάς, «Μίκυ Μάους» κάτω από σεντόνια που μύριζαν μαμαδίλα και υποβρύχιο βανίλια σε παγωμένο νερό. Τα ανακαλώ ακόμη κι εγώ που στο σπίτι της γιαγιάς μου δεν υπήρχε ούτε αυλή ούτε λάστιχο και δεν μπορούσα να φάω υποβρύχιο διότι φορούσα σιδεράκια στα δόντια.
Εντάξει, τα τελευταία χρόνια παίζει πολύ αυτή η «νοσταλγίλα», αλλά εφέτος χτύπησε ταβάνι. Λίγο ο υπερτουρισμός (η λέξη – μασκότ των φετινών διακοπών), η αποτρεπτική ακρίβεια, η αλλαγή του τοπίου, των ηθών, των αναφορών, των γεύσεων, η αναδίπλωση της παράδοσης, όλα αυτά μας έκαναν να θρηνήσουμε (λέμε τώρα) για το καλοκαίρι που υποτίθεται ότι χάσαμε, το ελληνικό καλοκαίρι που χάθηκε στη σκόνη των τουριστών, μαζί με τις χρωματιστές μουσελίνες της Χρονοπούλου στο «Γοργόνες και μάγκες», τους κεφτέδες της Καραγιάννη και το λευκό παντελόνι του Λάκη Κομνηνού με το βρακί που μάρκαρε από μέσα. «Θέλω πίσω το καλοκαίρι μου», ωρύονται στο Διαδίκτυο, και αυτό που εννοούν είναι ένα ριμέικ των ταινιών του Δαλιανίδη.
Αντε λοιπόν, πάμε. Πείτε ότι μας δίνουν πίσω τα καλοκαίρια μας. Και πάμε διακοπές όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Με καράβια που βρωμοκοπούσαν βαπορίλα και έκαναν περισσότερες ώρες να φτάσουν στους προορισμούς τους, καράβια που είχαν ακόμη εμετοσακούλες. Μένουμε σε rooms to let, φυσικά χωρίς air condition, με σαραβαλιασμένα κρεβάτια από σουηδικό ξύλο και σεντόνια σαν κετσέδες. Και για να νιώσουμε πάλι παιδιά, όχι ντους και αηδίες. Πλύσιμο με το λάστιχο στην αυλή. Θέλετε ξενοδοχείο; Ξενοδοχείο. Επίσης χωρίς air condition, χωρίς μίνι μπαρ και το νερό, στο μπάνιο με τα πολύχρωμα πλακάκια, να τρέχει με ωράριο. Και υποτίθεται «πρωινά» με απροσδιόριστους καφέδες που θυμίζουν λασποβροχή και μαρμελαδίτσες με άρωμα φράουλας και γεύση πολυουρεθάνης. Με «ταβερνάκια» που είναι στην ουσία τηγανιτζίδικα διότι άντε να βρεις τη μία και μοναδική ταβέρνα του νησιού με την αυθεντική νησιώτισσα μαγείρισσα.
Θα αντέχαμε σήμερα διακοπές εκείνης της εποχής; Τότε που λογιζόταν ως πολυτέλεια το σημερινό αυτονόητο; Χωρίς τα τρεχούμενα νερά μας, τα φρέντο μας, τα «βιολογικά» πρωινά μας με τα ψωμιά χωρίς γλουτένη και τις μαρμελάδες χωρίς ζάχαρη; Τα σουβλατζίδικα να μην έχουν vegan σουβλάκι; Και στις ταβέρνες να σου φέρνουν νερό χύμα, σε εκείνες τις καράφες με τον λεπτό «λαιμό»; Δεν θέλουμε λοιπόν πίσω τα καλοκαίρια μας. Τα νιάτα μας θέλουμε να μας επιστραφούν. Αυτό όμως είναι αδύνατον.
Ακούω γονείς να αποθεώνουν τα παιδικά καλοκαίρια τους, τότε που δεν έβαζαν για μέρες παπούτσι και η αλμύρα τούς έψηνε το κορμί. Και μετά βλέπω τα παιδιά τους. Με παπουτσάκια θάλασσας για προστασία από τους αχινούς – αχινό θα πατήσουν, όχι νάρκη. Και μακρυμάνικο μαγιό, όπως λέμε ολόσωμος πονοκέφαλος. Τι είναι αυτό τώρα; Ναι, ξέρω, για να μην τα κάψει ο ήλιος. Δηλαδή, κι αν τα κάψει λιγουλάκι, τι έγινε; Να ‘ναι καλά οι κρέμες οι ανακουφιστικές. Τι να πούμε κι εμείς που, όταν καιγόμαστε, μας γιαούρτωναν; Και τώρα που έγινε το γιαούρτι «δροσιστικό τζελ» δεν υπάρχει ηλιοκαμένη επιδερμίδα.
Αναρωτιέμαι τι θα έχουν να νοσταλγήσουν από τα καλοκαίρια τους αυτά τα παιδιά όταν μεγαλώσουν. Τα μακρυμάνικα μαγιό;