Μονοψήφια ποσοστά ανεργίας αυτού του μεγέθους είχε να δει η χώρα από το 2009. Και πριν από το 2009 όμως, την περίοδο της μεγάλης ευμάρειας, δεν θεωρούνταν η χαμηλή μονοψήφια ανεργία κάτι δεδομένο, καθώς διαχρονικά η χώρα είχε μια ροπή προς τη διψήφια ανεργία. Σε αυτή τη φάση όμως είναι πιθανό να κινηθούμε και χαμηλότερα και αυτό δεν ήταν ποτέ κάτι δεδομένο.
Η ανεργία δεν ήταν ωστόσο χθες το μοναδικό καλό οικονομικό νέο της χώρας. Διψήφια ποσοστά αύξησης αυτού του μεγέθους είχε να δει το λιανεμπόριο από το 2022 και τότε η αύξηση του τζίρου των λιανικών πωλήσεων είχε αποδοθεί κατά κύριο λόγο στον υψηλό πληθωρισμό. Τώρα ο πληθωρισμός κινείται στην περιοχή του 3% (τον Μάιο ήταν πιο κάτω), κι όμως τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής έδειξαν αύξηση του Γενικού Δείκτη Κύκλου Εργασιών κατά 14,3% σε ετήσια βάση τον Μάιο. Αν δούμε τον όγκο των πωλήσεων (κύκλος εργασιών σε σταθερές τιμές), επίσης καταγράφεται αύξηση κατά 10,5%, ενώ τα ποσοστά παραμένουν διψήφια ακόμα και με εποχική διόρθωση.
Η ελληνική οικονομία συνεχίζει να στηρίζεται στην κατανάλωση και με τη συμβολή προφανέστατα του εισερχόμενου τουρισμού πετυχαίνει επιδόσεις μιας οικονομίας σε υπερθέρμανση. Με έναν επίμονο, πάνω από το όριο συναγερμού, αλλά όχι σε σημείο προβληματισμού πληθωρισμό, με μια ανάπτυξη πολύ υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και με μια ανεργία που τείνει να εδραιωθεί ύστερα από πολλά χρόνια σε μονοψήφια επίπεδα του 9,6%.
Παράλληλα βρίσκεται πολύ κοντά σε ένα μικρό θαύμα, να έχει επιβραδύνει ο πληθωρισμός της (παρά τη χθεσινή εκ νέου αύξηση) χωρίς να χρειαστεί να το πληρώσει η αγορά. Χωρίς ύφεση, χωρίς τον οικονομικό «πόνο» που διαδέχεται συνήθως το πληθωριστικό φαινόμενο.
Για να μη ζούμε στη φούσκα μας, παρόμοια ειδυλλιακή εικόνα βιώνει και ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Νότος. Σημάδι ότι κινητήριος μοχλός αυτής της εικόνας είναι οι χωρίς προηγούμενο τουριστικές επιδόσεις όλων των χωρών της περιοχής, εν αντιθέσει με τον βιομηχανικό Βορρά που πλήττεται από στασιμότητα.
Το παζλ που έχει σχηματιστεί μας επιτρέπει να βλέπουμε με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον, υπό πολλές προϋποθέσεις. Πρώτη και σημαντικότερη, η αύξηση των επενδύσεων. Αν δεν το πετύχουμε τώρα που οι τζίροι συνεχίζουν να αυξάνουν σε τομείς υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, δεν θα το πετύχουμε ποτέ. Δεύτερη προϋπόθεση, να αυξηθεί η ιδιωτική αποταμίευση. Επίσης ευκαιρία μοναδική να σπάσει η ελληνική κακοδαιμονία της ελλιπούς αποταμίευσης. Χρειάζονται προφανώς και άλλα «φτιασιδώματα».
Το θέμα των τιμών – και κυρίως η αίσθηση της ακρίβειας – δεν έχει υποχωρήσει. Τον Σεπτέμβριο επιστρέφει με πρώτο τον κλάδο των σχολικών ειδών και των υπηρεσιών και αποτελεί τον μεγαλύτερο κίνδυνο για το καταναλωτικό κλίμα σε μια στιγμή που κάνουμε ταμείο από το πώς πήγαν τα έσοδα στις τουριστικές περιοχές. Το άλλο μεγάλο ζήτημα είναι το πώς κατανέμεται ο πλούτος που δημιουργείται και επ’ αυτού υπάρχουν επίσης πολλές ενστάσεις και μεγάλη συζήτηση. Γενικώς πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα και είμαστε πολύ μακριά από το να πούμε ότι έχουμε σηκώσει κεφάλι. Αλλά σε αυτή τη φάση μπορούμε να περηφανευόμαστε ότι σχεδόν όποιος θέλει να βρει δουλειά βρίσκει και επίσης ότι κινείται αρκετό χρήμα στην αγορά.