«Μαμά, εγώ είμαι. Τον μπαμπά τον σκότωσαν. Σου γράφω από το τηλέφωνό του…». Η φωνή της Ρεούτ πνίγεται καθώς μου δείχνει το μήνυμα στο WhatsApp. Η επικοινωνία της με τον πρώην σύζυγό της ξεκινά με μηνύματα για πυροβολισμούς μέσα στο κιμπούτς, διακόπτεται χρονικά και μετά το μήνυμα πιο πάνω από τη «μεγάλη», τη 12χρονη της κόρη, όταν μαζί με τη μικρότερη αδελφή της και τον μικρό αδελφό της βγήκαν από το καταφύγιο και είδαν τον πατέρα τους και τη σύντροφό του νεκρούς σε μια λίμνη αίματος.
«Με τον Ντβιρ χωρίσαμε πριν από μερικά χρόνια» εξηγεί η Ρεούτ, «αλλά δεν χώρισαν και οι δρόμοι μας. Συνεχίσαμε μαζί την επιχείρησή μας, ο Ντβιρ ήταν σοκολατοποιός, είχε σπουδάσει στο Βέλγιο. Μαζί ανοίξαμε την καφετέρια στο κιμπούτς. Τα παιδιά ήταν μαζί του εκείνο το Σαββατοκύριακο. Εγώ έλειπα… Δεν έχουν συνέλθει. Συνέρχεται ποτέ ένα παιδί;». Από αυτό, μάλλον όχι.
Σε κάθε δεύτερη ή τρίτη πρότασή της η κουβέντα μας διακόπτεται. Η πόρτα ανοίγει, κόσμος μπαίνει και βγαίνει συνεχώς στο Cafe Otef Reim που άνοιξε πρόσφατα στο Τελ Αβίβ, πολύ κοντά στο κτίριο το οποίο στεγάζει αρκετούς πρόσφυγες από το κιμπούτς Ρεΐμ προσωρινά. Δέκα μήνες τώρα. Αν κάποιος ψάξει για ένα Airbnb ή για δωμάτιο σε ξενοδοχείο μέσης κατηγορίας στο Τελ Αβίβ και αλλού θα διαπιστώσει πως η διαθεσιμότητα, αν και μεγαλύτερη από άλλα καλοκαίρια, είναι περιορισμένη. Ενενήντα χιλιάδες Ισραηλινοί από τον Νότο αλλά και τον Βορρά της χώρας, αρχικά ήταν 135.000, ζουν ακόμα σε καταλύματα που νοικιάζει η κυβέρνηση. Δεν μπορούν να γυρίσουν. Ανάμεσά τους και κάποιες χιλιάδες χριστιανοί Αραβες και Δρούζοι, Ισραηλινοί του Βορρά, σε ένα δράμα που ο έξω κόσμος αγνοεί.
=========================
Πίσω στο καφέ, μιλάμε πάντα με διαλείμματα. Πολλοί την ξέρουν, είναι γείτονες, είναι φίλοι που άκουσαν και ήρθαν, είναι κόσμος που δεν την ξέρει προσωπικά αλλά άκουσε, διάβασε, μπαινοβγαίνει συνεχώς και μας συστήνεται, αγοράζει μερικά πράγματα, λέει μια καλή κουβέντα και φεύγει. Η ιστορία της Ρεούτ δεν είναι η μοναδική, ούτε και η χειρότερη ομολογώ από τις φρικτές ιστορίες που έχω ακούσει. Πριν από λίγο καιρό όταν πήγα στο κιμπούτς Κισουφίμ, κάθε σπίτι, τα πλείστα καμένα ή ανατιναγμένα ή ραμμένα με σφαίρες, είχε μια ιστορία χειρότερη από το διπλανό του για να διηγηθεί.
Τα καφέ Otef, αυτό είναι το δεύτερο, είναι ένα pop up project, μια πρωτοβουλία των κατοίκων των κιμπούτς οι οποίοι δεν μπορούσαν να καθίσουν άπραγοι. Mε τη βοήθεια χορηγών άνοιξε το πρώτο, τώρα το δεύτερο, θα έρθουν κι άλλα. Προσφέρουν, μου εξηγεί η Ρεούτ που το διαχειρίζεται, δουλειά στους πρόσφυγες και παράλληλα πουλούν προϊόντα που τους προσφέρουν άλλα κιμπούτς, όπως μέλι, λάδι, κρασί, μπισκότα και πολλά άλλα τα οποία ήταν ούτως ή άλλως γνωστά για την ποιότητά τους στο Ισραήλ.
=========================
«Θα ευημερήσουμε ξανά!» γράφουν τα αναμνηστικά που φτιάχνουν με σήμα την παπαρούνα, σύμβολο ελπίδας μα και ανθεκτικότητας, κάτι που συναντάει κανείς παντού στο Ισραήλ, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη χώρα. Ο θάνατος εδώ, ο απροσδόκητος και ο βίαιος, συχνά είναι μέρος της ζωής.
Ετσι και οι άνθρωποι στο Cafe Otef Reim. Δεν πενθούν, άλλωστε η εβραϊκή πίστη μετά το σλοσίμ, τις τριάντα πρώτες μέρες, περιορίζει πολύ το δημόσιο πένθος και μετά τον πρώτο χρόνο δεν το επιτρέπει καν, όμως για τους περισσότερους, είτε είναι θρήσκοι είτε όχι, το πένθος είναι πολυτέλεια. Ανθρωποι όπως η Ρεούτ με τρία μικρά παιδιά τα οποία είδαν τον πατέρα τους νεκρό, γαζωμένο με σφαίρες, δεν έχουν χρόνο καν για να σκεφτούν το χθες. Στηρίζουν ο ένας τον άλλον, όπως επίσης συμβαίνει σε εκπληκτικό βαθμό σε αυτή τη χώρα και προχωρούν.
=========================
Κάπου εκεί, άλλες δύο επισκέπτριες. Διακόπτουμε. Φίλες από το Ρεΐμ. Η μία με κοιτάζει με περιέργεια και η Ρεούτ της εξηγεί ότι είμαι Ελληνας, δημοσιογράφος που ήρθε διακοπές αυτή τη φορά, άκουσε την ιστορία και ήρθε να γράψει. Το πρόσωπό της φωτίζεται, χαμογελά. «Ελληνας;» μου λέει ενθουσιωδώς στα ελληνικά. «Εγώ είμαι η Ζίλπα και εγώ από την Ελλάδα είμαι! Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου. Από την Αθήνα, αλλά είχαμε συγγενείς και αλλού. Καταλαβαίνω τα πάντα, δυσκολεύομαι να τα μιλήσω καλά». Δεν βρήκα κάποιο λάθος, της το λέω, γελάμε και τη ρωτώ αν θέλει να μου μιλήσει και εκείνη μόλις τελειώσω. Είναι με τη φίλη της, την Ντέμπι. Με προσκαλούν για καφέ μόλις τελειώσω. Η Ρεούτ πρέπει να φύγει, τη ρωτώ αν θα επιστρέψει στο Ρεΐμ. «Τι εννοείς;» μου λέει έκπληκτη. «Φυσικά, εκεί είναι η ζωή μου. Από όλους όσους βλέπεις εδώ, όλοι, μα όλοι θα επιστρέψουμε!».
=========================
Ο καφές με την Ζίλπα και την Ντέμπι είναι χωρίς την πίεση του χρόνου και χωρίς διακοπές. Καθόμαστε έξω, ένα δροσερό μελτέμι σπάει, όπως συχνά συμβαίνει στο Τελ Αβίβ, τη ζέστη του καλοκαιριού και η Ζίλπα μου αφηγείται την ιστορία της οικογένειάς της, το πώς η γιαγιά της μαθαίνοντας το 1944 ότι οι Γερμανοί είχαν παγιδεύσει τους εναπομείναντες άντρες στη συναγωγή της οδού Μελιδώνη λέγοντας ότι θα μοίραζαν αλεύρι, στην πραγματικότητα για να τους στείλουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, βρήκε ένα κάρο, έβαλε μέσα την οικογένεια με ελάχιστα πράγματα και κατάφερε να το σκάσει νύχτα από την Αθήνα.
Η γλυκύτητα στον τρόπο που μιλάει αυξάνεται όταν μιλάει για την Ελλάδα. «Η οικογένειά μου», μου λέει, «δεν σώθηκε τυχαία. Ανθρωποι στο ένα χωριό μετά το άλλο τούς έκρυψαν μέχρι που κατάφεραν να φτάσουν σε κάποιο νησί και να περάσουν απέναντι στην Τουρκία. Ετσι σώθηκαν. Οι θείοι μου αρκετά χρόνια μετά, όταν μπόρεσαν να ταξιδέψουν, γύρισαν στην Αθήνα και από εκεί πήγαν στα χωριά που τους είχαν κρύψει, έψαξαν να βρουν αυτούς που τους βοήθησαν ή τα παιδιά τους για να τους ευχαριστήσουν. Πολλοί είχαν πεθάνει, κάποιους τους βρήκαν. Αγαπάμε την Ελλάδα, μια θεία γύρισε εκεί και παρότι το σπίτι της το είχαν δώσει σε άλλους, αποφάσισε να μείνει. Εγώ θέλω να αγοράσω ένα σπιτάκι για να πηγαίνω τα καλοκαίρια, στην Καλαμάτα που μου αρέσει τόσο ή πάνω στην Πρέβεζα. Ξέρεις την Πρέβεζα;».
=========================
Ρωτώ για το Ρεΐμ. Μου διηγείται πώς το 2018 γλίτωσε από τύχη όταν μια ρουκέτα της Χαμάς κατέστρεψε το σπίτι της στο κιμπούτς. Εκεί έζησε και την 7η Οκτωβρίου όταν κρύφτηκε στο καταφύγιο μέχρι που μπόρεσε ώρες μετά και όταν έφτασε ο στρατός να βγει έντρομη και εξαντλημένη. Οι κιμπούτσνικς ήταν πριν από τις σφαγές στην πρώτη γραμμή για την ειρήνη, δεκαετίες ολόκληρες, για αυτό και τρομοκράτες γνώριζαν πολλούς από αυτούς που σκότωσαν. Τα κιμπούτς ως αριστερά κοινόβια πάσχιζαν για την ειρήνη, είχαν συνεχώς επαφή με τους Παλαιστινίους.
=========================
Η καλύτερη φίλη της Ζίλπα, η Βίβιαν, που ζούσε στο Ρεΐμ και ήταν μαζί της στην οργάνωση Γυναίκες για την Ειρήνη, ήταν μια από τις γυναίκες τις οποίες έκαψαν ζωντανές την 7η Οκτωβρίου. Τη ρωτώ για το πώς βλέπει τα πράγματα σήμερα. «Ημασταν τρεις οι φίλες, μου λέει, η τρίτη, η Νάτζλα, ήταν στη Χαν Γιούνις. Ξέρω ότι έφυγαν για τον Νότο της Γάζας. Στη Γάζα δεν ήταν εύκολο να μιλάς για την ειρήνη, ξέρεις. Δεν είναι όπως εδώ». Επιμένω. Πολλοί της λέω δεν θέλουν πια να μιλούν για την ειρήνη. Μετά τις σφαγές της 7/10 πιστεύουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει. Χαμογελά συμφωνώντας αλλά μου δείχνει το σάλι που έχει μαζί της. «Αυτό», λέει, «το φορούσαμε στην οργάνωση. Δεν το αποχωρίζομαι. Με ρωτάς για την ειρήνη. Μα η ειρήνη είναι τρόπος ζωής! Που και να μην ήταν, τα όσα έγιναν θα πρέπει να κάνουν όσους δεν κατάλαβαν να καταλάβουν ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει χωρίς την ειρήνη». Η Ντέμπι συμφωνεί. «Την Παρασκευή θα έχουμε μια συνάντηση με γυναίκες από θρησκευόμενες κοινότητες για να συζητήσουμε για την ειρήνη, μου λέει η Ζίλπα. «Δεν συμφωνούμε σε πολλά αλλά το συζητάμε. Το Σάββατο να ‘ρθεις να το περάσουμε μαζί, να σου γνωρίσουμε και τις άλλες οικογένειες από το Ρεΐμ!».
Οι πλείστοι Ισραηλινοί έχουν χάσει την πίστη τους στην ειρήνη μετά τον Οκτώβρη. Αλλοι όμως πιστεύουν ακόμα. Αυτό που τους ενώνει όλους είναι το ότι κοιτάζουν μπροστά. Ποτέ πίσω. Καταγράφουν, θυμούνται αλλά προχωρούν. Οσες φορές κι αν η ζωή τους γκρεμιστεί, προχωρούν. Για τους έξω είναι ακατανόητο ότι αυτή η χώρα είναι σταθερά η πέμπτη πιο ευτυχισμένη του πλανήτη. Και της φαίνεται. Ισως να είναι η συνειδητοποίηση της αξίας της ζωής, ίσως η μυρωδιά του θανάτου. Ισως πάλι να είναι το πρώτο μέσα από το δεύτερο.