Αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα έχουν τελειώσει κι εμείς θα συζητάμε ακόμη την τελετή έναρξης στο Παρίσι, ας συνεχίσω κι εγώ επί του θέματος. Ή μάλλον, επί των εφέ που προκάλεσε. Βλέπω φίλους και γνωστούς να αναρτούν σχετικά σχόλια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και, απ’ όσο τους γνωρίζω, ξέρω τι θα υποστηρίξουν πριν καν διαβάσω αυτά που γράφουν.
Από τη μία είναι οι εμμονικοί. Αυτοί που βρίζουν, που λοιδορούν, που θεωρούν ότι η ανάδειξη της διαφορετικότητας είναι απειλή για το μέλλον, ίσως και για εκείνους προσωπικά. Οχι, δεν είναι ακροδεξιοί, δεν έχει αυτό να κάνει με την πολιτική ιδεολογία. Εξάλλου είδα και πολλούς «καθαρόαιμους» κομμουνιστές να στραβομουτσουνιάζουν με το «πανηγύρι», να παίρνουν τις αποστάσεις τους και να εκφράζουν την αποδοκιμασία τους. Είναι άνθρωποι, πάντα κατά τη γνώμη μου, που τους φοβίζει μια προοπτική επειδή δεν μπορούν να τη διαχειριστούν ή, ακόμη περισσότερο, να τη διαμορφώσουν. Και θεωρώ σίγουρο ότι, στις ιδιωτικές τους συζητήσεις, θα λένε και πώς θα έστηναν οι ίδιοι την τελετή έναρξης, απλά δεν τολμάνε να το γράψουν. Ανθρωποι που τρομάζουν απέναντι στην υπερβολή επειδή ξεχνούν ή δεν συνειδητοποίησαν ποτέ ότι τίποτα υπερβολικό δεν μακροημέρευσε στις κοινωνίες μας. Ή αυτοκαταστρέφεται ή μαζεύει τις διαστάσεις του ώστε να ενταχθεί στην κανονικότητα έστω κι αν χρειασθεί να δημιουργήσει μία καινούργια. Αλλά πάντα κανονικότητα. Δηλαδή τι φοβούνται; Οτι το μέλλον ανήκει αποκλειστικά στα queer άτομα; Ε, να μην το φοβούνται. Τα νέα πρότυπα, οι νέες αναφορές δεν γίνεται παρά να κάνουν επιθετική, ακόμη και με στοιχεία εχθροπάθειας, είσοδο, αλλά καθιερώνονται και εγκαθίστανται αφού κυλήσει μπόλικη μετριοπάθεια στον μύλο τους.
Από την άλλη, είναι αυτοί που ηδονίζονται γιατί πιστεύουν ότι, αποθεώνοντας την τελετή έναρξης, δίνουν μια γερή κλωτσιά στο υπογάστριο των προηγούμενων γενιών και ειδικά των boomer τους οποίους αγαπούν να μισούν. Δεν θυμάμαι πού γράφτηκε ότι η τελετή ήταν σαν να είχε τον τίτλο «OK boomer», μια απαξιωτική έκφραση που ακούγεται συχνά από τους νεότερους. Ως boomer που είμαι κι εγώ, δεν θα ήθελα να κουνήσω το δάχτυλο στις επόμενες γενιές. Μου φαίνεται, πάνω απ’ όλα, αντιαισθητικό. Να θυμίσω ωστόσο ότι για να φύγει το παλιό, να ξεμπερδεύουν τέλος πάντων κι από εμάς, πρέπει το καινούργιο να είναι όχι απλώς σαρωτικό αλλά, κυρίως, ουσιαστικό. Για να δώσω ένα παράδειγμα, κάπου γράφτηκε ότι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της τελετής γύρισε την πλάτη σε οίκους όπως ο Dior και η Chanel και ανέβασε στη σκηνή νέους, πρωτοποριακούς σχεδιαστές. Ναι αλλά δημιουργοί σαν τον Ντιόρ και τη μαντεμουαζέλ Κοκό υπήρξαν τόσο πρωτοποριακοί στην εποχή τους (ποιος έκανε την πανάκριβη ζιμπελίνα φόδρα σε παλτό από κάμποτο;) που καμία σύγχρονη πρωτοπορία δεν μπορεί να ξεπεράσει τη δική τους. Είναι σαν να θέλεις να «ανανεώσεις» τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη. Ε, πώς να το κάνεις όταν το ίδιο το τραγούδι, έτσι όπως γράφτηκε από τον δημιουργό του, είναι μία αυτοτροφοδοτούμενη συνεχής πηγή ανανέωσης;
Υπάρχει όμως και μία τρίτη κατηγορία που εμένα είναι η αγαπημένη μου. Μοιάζει σαν η μετεξέλιξη εκείνων των κυριών που, στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, περιφέρονταν με ένα σκυλάκι στην αγκαλιά τους. Και στις κοινωνικές συναναστροφές των γονιών μας σαν να είχαν ένα πιάτο με περιττώματα κάτω από τη μύτη τους. Που έλεγαν «σοκολότα» με πολύ παχύ σίγμα, «ζαμπόν» με πολύ παχύ ζήτα και το νι να ακούγεται και να μην ακούγεται, «μπλε» με πολύ κλειστό έψιλον. Που δεν τους άρεσε ο τραχανάς και τα ρυζόγαλα διότι έκαναν πολύ «χωριάτικα», στα σπίτια τους μόνο ροκφόρ και καμαμπέρ (λέμε τώρα). Αυτό που λέγαμε δηλαδή «Γαλλικά και πιάνο». Και εμείς τα πιτσιρίκια σχολιάζαμε με το γνωστό «Παρλεβού φρανσέ; Μακαρόνια φρικασέ». Ενας ανθρωπότυπος αστείος, γραφικός και, γενικώς, συμπαθής.
Ε αυτοί έχουν αλαλιάσει με την τελετή έναρξης απλά και μόνο επειδή συνέβη εις Παρισίους. Αυτοανακηρύχθηκαν εξπέρ του γαλλικού πολιτισμού, της σύγχρονης παρισινής κουλτούρας και του τι σήμαινε το ένα και το άλλο. Σιγά καλέ μην πέσει το φασαμέν και ξεραθεί η μπαγκέτ.