«Η τέχνη του μπαρόκ δεν επιθυμεί θαυμασμό για ομορφιά της μορφής και υπέρτατων ιδιοτήτων της φύσης, όπως στην Αναγέννηση, αλλά θέλει να εξυψώσει τις δυνατότητες συναισθηματικής αντίδρασης που βρίσκονται ήδη στον θεατή και που μάλιστα όντας κοινές συνιστούν τον χαρακτήρα μιας κοινωνίας» γράφει ο ιταλός ιστορικός Τζούλιο Κάρλο Αργκάν για τις εφήμερες γιορτές μπαρόκ στις ευρωπαϊκές πόλεις του 17ου αιώνα. Η παράδοση αυτών των γιορτών μετέτρεπε την πόλη σε μια θεαματική σκηνή με υπερβολικές πομπές, θεατρικά δρώμενα με σκηνικά μεταφερόμενα σε άρματα ή μηχανισμούς σε προσόψεις εκκλησιών, ακροβατικά νούμερα σαλτιμπάγκων, χορό και μουσική. Σκοπός της γιορτής, το κοινό που συμμετέχει να πειστεί από τις θεαματικές εκπλήξεις.
Ας κρατήσουμε αυτή την μπαρόκ θεωρία για να κατανοήσουμε αυτό που είδαμε στις οθόνες μας από την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγνών 2024 στο Παρίσι. Μια τελετή που συνέβη στην πόλη, βασισμένη σε ένα αφήγημα με 12 ταμπλό βιβάν όπου η Ιστορία συναντήθηκε με την ποπ κουλτούρα και με την πρόθεση της ομάδας του καλλιτεχνικού διευθυντή Τομά Ζολί να σπάσουν τα όρια της τέχνης και να προκαλέσουν συζήτηση για το γαλλικό πνεύμα.
Οπως και έγινε. Αλλοτε επειδή τα δρώμενα ενόχλησαν ή επειδή εντυπωσίασαν και συγκίνησαν. Πάντως ο Σηκουάνας – η σκηνή του σύγχρονου θεάματος αυτής της ιδιάζουσας τελετής – είχε να υποδεχτεί ανάλογη γιορτή εδώ και 285 χρόνια. Από τότε που ο Λουδοβίκος ΙΕ’ γιόρτασε τους γάμους της κόρης του με τον πρίγκιπα της Ισπανίας. Μόνο που η σύγχρονη κοινωνία του θεάματος απέκλεισε τον κόσμο από καθολική συμμετοχή στη γιορτή. Κυρίως έμειναν μουσκεμένοι θεατές γεμίζοντας τα κενά στα πλάνα από τις στημένες εξέδρες στις όχθες του ποταμού.
Παρκούρ στον χρόνο και στις στέγες του Παρισιού μέσα και από αναφορές στη λογοτεχνία έκανε ο μυστηριώδης λαμπαδηδρόμος που ασαφώς η παρουσία του θύμιζε τον Etzio χαρακτήρα από το βιντεοπαιχνίδι «Assassin’s Creed», αλλά ταυτόχρονα η στολή του παρέπεμπε στους μυθιστορηματικούς ήρωες Μπελφεγκόρ, στον άνδρα με το σιδηρούν προσωπείο, στον Φαντομά και στον Αρσέν Λουπέν.
Η Ζιζί Ζανμέρ ήταν χορεύτρια του μπαλέτου και ηθοποιός, σύζυγος του χορευτή και χορογράφου Ρολάν Πετί, ο οποίος δημιούργησε μπαλέτα και επιθεωρήσεις για εκείνη. Η παθιασμένη «Ζιζί» υπήρξε το αστέρι των Μπαλέτων του Παρισιού υπό τη διεύθυνση του Πετί. Και στην περιοδεία τους στο Λονδίνο το 1961 η Ζανμέρ παρουσίασε στο θέατρο Αλάμπρα το «Mon truc en plumes». Ντυμένη στα μαύρα από τον Yves Saint Laurent και συνοδευόμενη από 12 χορευτές που κρατούσαν ροζ βεντάλιες με μποά φτερά χόρεψε και τραγούδησε αυτή την καμπαρέ χορογραφία που στο εξής έγινε το χαρακτηριστικό της νούμερο. Το «Mon truc en plumes» αναβίωσε η Lady Gaga με τους χορευτές της στο σκηνικό στην όχθη του Σηκουάνα, κατεβαίνοντας τις σκάλες ντυμένη με δημιουργία Dior Haute Couture.
Οι Γάλλοι απαιτούν να έχουν προνόμιο πνευματικής ιδιοκτησίας στην εξύμνηση του έρωτα. Και αφού ο Τομά Ζολί προέρχεται από τη θεατρική παράδοση του Πιερ ντε Μαριβό και τα ερωτικά του λογοπαίγνια γνωστά ως «marivaudage», στην τελετή έναρξης προβλήθηκε ένα μικρό δρώμενο queer αισθητικής, με τίτλο «Παριζιάνικοι έρωτες», ενταγμένο στο ταμπλό που επεξεργαζόταν την έννοια της «ελευθερίας». Το marivaudage των τολμηρών, απελευθερωμένων, πολλαπλών, ρευστών περιπτύξεων ξεκίνησε στο αναγνωστήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας, όπου οι τρεις πρωταγωνιστές, δύο αγόρια κι ένα κορίτσι, ανοίγονται μέσω των τίτλων των μυθιστορημάτων που διαβάζουν, μεταξύ άλλων τον «Φιλαράκο» του Γκι ντε Μοπασάν, το «Πάθος» της νομπελίστριας Ανί Ερνό, τις «Επικίνδυνες σχέσεις» του Πιερ Σαντερλό ντε Λακλό, τον «Διάβολο στο κορμί» του Ρεϊμόν Ραντιγκέ. Στο τέλος μιας αισθησιακής χορογραφίας, που εκτελέστηκε από χορευτές-ακροβάτες πάνω στη γέφυρα ντυμένους με κοστούμια στα χρώματα του ουράνιου τόξου της σημαίας της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, το τρίο των ερωτευμένων, ανεβαίνοντας μια σκάλα, αντάλλαξε φιλιά. Και κατευθύνθηκαν προς ένα δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα στην κάμερα για να συνεχίσουν ιδιωτικά αυτό που περιγράφει η ιστορία της γαλλικής ερωτικής λογοτεχνίας.
Η χορογραφία πάνω στις σκαλωσιές της Νοτρ Νταμ που συνεχίζεται στη χρυσή αποβάθρα του Σηκουάνα παραπέμπει στους γάλλους τεχνίτες που μέχρι σήμερα κρατάνε το επίπεδο της υψηλής παρακαταθήκης στη χειροτεχνία. Από το καμπαναριό της Παναγίας των Παρισίων και τους μάστορες λιθοξόους της εποχής των καθεδρικών ναών του Μεσαίωνα, στους ξυλουργούς και σιδηρουργούς της νεωτερικότητας, ο μυστηριώδης λαμπαδηδρόμος εισέβαλε – όπως οι κλέφτες – στα εργαστήρια των οίκων της πολυτέλειας για να φανεί η γαλλική υπεροχή της χειροποίητης διαδικασίας ως μια μακραίωνη διατηρημένη γνώση (savoir faire). Η έμφαση στη μαστοριά του Louis Vuitton και στις ειδικές παραγγελίες στα είδη ταξιδιού είχε δημιουργήσει μέρες τώρα UN grand scandal, αφού ο ιδιοκτήτης του ομίλου, που είναι κύριος χορηγός των ΟΑ 2024, Μπερνάρ Αρνό είχε επιδιώξει το σχετικό ανταποδοτικό όφελος από αυτή τη συμφωνία.
Ενα από τα αξιοσημείωτα επεισόδια της εκδήλωσης ήταν τα αγάλματα δέκα Γαλλίδων που αναδείχθηκαν στο ταμπλό «Sororité» (Γυναικεία αδελφότητα) αφιερωμένο στη γυναικεία αλληλεγγύη: δέκα «χρυσές γυναίκες» τοποθετήθηκαν στον περίγυρο του κτιρίου της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, ένα συμβολικό σημείο, καθώς εκεί βρίσκονται πολυάριθμα αγάλματα που αποτίνουν φόρο τιμής σε ανδρικές ιστορικές προσωπικότητες. Οι διοργανωτές τόνισαν ότι σκοπός αυτής της «Sororité» ήταν να φωτιστούν αυτές οι γυναίκες – ανάμεσα τους οι Ολιμπία ντε Κουζ, Σιμόν ντε Μποβουάρ, Λουίζ Μισέλ, Ζιζέλ Χαλιμί, Σιμόν Βέιλ – με την ιδέα ότι τα αγάλματά τους θα αποτελέσουν μόνιμο στοιχείο του παριζιάνικου τοπίου και όχι εφήμερες κατασκευές.
Το ονειρικό «Imagine» του Τζον Λένον σε μια πλωτή σκηνή που φλεγόταν καθώς έβρεχε ήταν ερμηνεία της Ζιλιέτ Αρμανέτ με τη συνοδεία του δημοφιλούς στη ραπ γαλλική σκηνή πιανίστα Σοφιάν Παμάρ. Το ντιτζέι σετ της Μπάρμπρα Μπουτς και o χορός Ballroom από δημοφιλείς drag queens του Παρισιού ήταν ένα μήνυμα για το «άνοιγμα της πόλης στον κόσμο και τη χαρά της διαφορετικότητας». Στη γέφυρα απέναντι από το Παλέ ντε Σαγιό, όπου το 1948 υπογράφηκε η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, εκτυλίχτηκε το πάρτι που εξόργισε την Ακροδεξιά και προκάλεσε αντιδράσεις στη Γαλλική Καθολική Εκκλησία, που σχολίασαν με αποδοκιμασία τις «σκηνές χλευασμού και εμπαιγμού του χριστιανισμού» κατά τη διάρκεια της τελετής έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων, η οποία κατά την άποψή τους περιλάμβανε και «υπέροχες στιγμές». Στο όνομα της διαφορετικότητας και της συμπερίληψης ο Τομά Ζολί υπερασπίστηκε την ιδέα του δηλώνοντας χθες στο γαλλικό πρακτορείο ειδήσεων AFP ότι δεν εμπνεύστηκε από την τοιχογραφία του «Μυστικού Δείπνου» του Ντα Βίντσι. «Νομίζω ότι ήταν αρκετά σαφές, ο Διόνυσος έρχεται σε αυτό το τραπέζι. Είναι εκεί ως θεός της γιορτής (…), του κρασιού και πατέρας της θεότητας του Σηκουάνα. Η ιδέα ήταν μάλλον να έχουμε μια μεγάλη παγανιστική γιορτή που συνδέεται με τους θεούς του Ολύμπου, φτάνοντας στον ολυμπισμό».
Είκοσι οκτώ χρόνια μετά το ντεμπούτο της στους Ολυμπιακούς Αγώνες το 1996 στο στάδιο της Ατλάντα, η Σελίν Ντιόν απέδειξε ότι έχει χάρισμα με τη συγκινητική της εμφάνιση στο φινάλε της τελετής. Και είναι αυτή η ερμηνεία ολοκληρωτικού συναισθηματισμού που έδωσε στο τραγούδι της Εντίτ Πιάφ που θα της κοστίσει χρόνο από τη ζωή της. Αυτή η μία στο εκατομμύριο ασθένειά της – ένα σύνδρομο που κάνει τους μυς του κορμού και των άκρων να εναλλάσσονται μεταξύ σπασμών και ακαμψίας – και επιδεινώνεται όταν η Σελίν αναστατώνεται συναισθηματικά. Και όμως, για χάρη της αγάπης στο Παρίσι, δέχτηκε να τραγουδήσει αργοπεθαίνοντας. Αν αυτό δεν είναι ηρωικό, τότε δεν θα μάθουμε ποτέ από ανθρώπους που ξεπερνάνε τις δυνάμεις τους. Ισως αυτό να είναι το ολυμπιακό πνεύμα, που χάρη στη Σελίν Ντιόν δεν διαλύθηκε στη βροχή.