Θα αναφερθώ πρώτα στο σοβαρό διότι τα περισσότερα από όσα αφορούν την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στο Παρίσι, οι διαφωνίες, οι κόντρες, οι παρανοήσεις, τα σχόλια, θεωρώ ότι ήταν φαιδρά – όσο κι αν το φαιδρό μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα ενδεικτικό και, τελικά, σημαντικό. Το σοβαρό όμως είναι η… ετυμηγορία που διατυπώθηκε από μεγάλες εφημερίδες έως χρήστες του Διαδικτύου. Αυτοί στους οποίους δεν άρεσε η τελετή είναι ακροδεξιοί. Το θεωρώ ανατριχιαστική συλλογιστική. Το να συνδέεις την αποδοχή μιας καλλιτεχνικής ή πνευματικής δημιουργίας με μια πολιτική ή ό,τι άλλο ιδεολογία είναι μία από τις κινητήριες δυνάμεις των ολοκληρωτισμών. Είναι αυτό ακριβώς που περιγράφει ο Ρέι Μπράντμπερι στο «Φαρενάιτ 451», η συλλογιστική του χαλίφη Ομάρ όταν έκαψε τη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Η συγκεκριμένη τελετή σε άλλους άρεσε και σε άλλους δεν άρεσε. Για λόγους που έχουν να κάνουν αποκλειστικά και μόνο με όσα είδαμε. Και όχι με ό,τι πιστεύουμε ότι πιστεύουν οι ενθουσιασμένοι ή οι απογοητευμένοι με το θέαμα. Τελεία, παράγραφος.
Πάμε παρακάτω. Δεν ξέρω αν και σε άλλες χώρες χωρίστηκαν σε Πράσινους και Βένετους, εμείς ωστόσο, για άλλη μία φορά, το τερματίσαμε. Η τέχνη – κι αυτό που έγινε στο Παρίσι την περασμένη Παρασκευή ήταν σίγουρα τέχνη – έχει έναν σκοπό. Να συγκινήσει. Ακόμη και με την ετυμολογική σημασία της λέξης. Να κάνει δηλαδή την ψυχή του θεατή ή του ακροατή να «κινηθεί» σε συντονισμό με το συναίσθημα του καλλιτέχνη, με αυτό που πυροδότησε την έμπνευση και τη δημιουργικότητά του. Η αποτίμηση δηλαδή είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό, χωρίς αυτό να σημαίνει τίποτα για την αξία του καλλιτέχνη. Για παράδειγμα, κάθε φορά που βλέπω την «Κραυγή» του Μουνκ, ακόμη και σε οθόνη κινητού, βουρκώνω, ενώ δεν ένιωσα το ανάλογο σκίρτημα όση ώρα κι αν στάθηκα μπροστά στην «Γκερνίκα», αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι ο Πικάσο είναι ένας τεράστιος ζωγράφος, μάλλον ο σπουδαιότερος του 20ού αιώνα.
Αφού λοιπόν η τέχνη συγκινεί, αφού απευθύνεται στο συναίσθημα, δεν χρειάζεται επεξήγηση. Δεν χρειάζεται δηλαδή να γνωρίζεις κάτι για να σε συγκινήσει ένα έργο τέχνης (και επαναλαμβάνω ότι η τελετή ήταν έργο τέχνης). Και για να αναφερθώ πάλι στην «Γκερνίκα», ακόμη κι αν δεν ξέρεις τι έγινε σε αυτήν την ισπανική πόλη, από το μάτι του αλόγου και μόνο, καταλαβαίνεις ότι πρόκειται περί μακελειού. Θυμάμαι έναν από τους ανθρώπους που η ζωή με ευλόγησε να τους έχω για «δασκάλους» μου, να μου απαντά όταν έλεγα ότι δεν μου αρέσει η όπερα ίσως γιατί δεν έχω ασχοληθεί αρκετά με το λυρικό θέατρο: «Δεν ασχολήθηκες διότι ποτέ δεν κίνησε κάτι εντός σου. Αν συνέβαινε, θα ασχολούσουν όπως έγινε με τη λογοτεχνία ή το θέατρο».
Δεν θα έπρεπε λοιπόν να ξέρω νεράκι την Ιστορία της Γαλλίας για να «καταλάβω» κάποια από τα δρώμενα της τελετής ούτως ώστε να μου αρέσουν, όπως έλεγαν υπεροπτικά κάποιοι από τους ένθερμους υποστηρικτές της. Μάλλον το αντίθετο συνέβη όταν είδα το στιγμιότυπο με άδουσα την αποκεφαλισμένη Αντουανέτα. Διότι η Γαλλική Επανάσταση είναι πολύ πιο σημαντικά πράγματα από τον αποκεφαλισμό της Αντουανέτας. Ούτε θα έπρεπε κάποιος να ξέρει ότι ένας ολλανδός ζωγράφος είχε κάνει έναν πίνακα που παρωδούσε τον «Μυστικό Δείπνο» του Ντα Βίντσι και σε αυτόν αναφερόταν η παρωδία με τον Στρουμφοδιόνυσο. Τώρα βέβαια γιατί η επιτροπή διοργάνωσης ζήτησε συγγνώμη από το Βατικανό που διαμαρτυρήθηκε για τη συγκεκριμένη σκηνή εκθέτοντας έτσι τους υποστηρικτές της, ψάξ’ το κι άσ’ το.
Τι μου άρεσε περισσότερο από την τελετή; Κάτι που δεν χρειαζόταν καν να τη δω για να το αποτιμήσω. Αυτή η αίσθηση ενός παγκόσμιου ραντεβού που μας έκανε να βιαστούμε να γυρίσουμε από το μπάνιο ή τη δουλειά, να προλάβουμε να σενιαριστούμε και να στηθούμε στην τηλεόραση για να δούμε τα δρώμενα.
Τώρα, όσο για το ύφος, τα σημαίνοντα και τα σημαινόμενα όσων είδαμε είναι η προβολή της εποχής μας. Καλή, κακή, αυτή είναι. Σου αρέσει η εποχή; Σου αρέσει και η τελετή. Ή το αντίθετο. Και για να καταθέσω την προσωπική μου άποψη, μετά τα είκοσι πρώτα λεπτά… «βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι». Πιο πολύ και από τη Μαίρη Λω στο ομώνυμο τραγούδι.