Τα ευρήματα για υπόθεση των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων και οι διπλοί στόχοι που είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση τόσο μέσω του κακόβουλου λογισμικού predator,όσο και από την ΕΥΠ , αποτυπώνονται στην έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συντάχθηκε μετά την έρευνα , η οποία έγινε στις 17 Ιουνίου 2024 στα αρχεία της Υπηρεσίας παρουσία του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση , ο οποίος διενεργεί την ποινική έρευνα για τη σοβαρή αυτή υπόθεση που πέρα από τις ποινικές της διαστάσεις αγγίζει τον πυρήνα θεμελιωδών συνταγματικών δικαιωμάτων.
Στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας πολιτικοί και δημοσιογράφοι, οι οποίοι ήταν στόχοι των τηλεφωνικών παρακολουθήσεων , έχουν υποβάλει παράσταση προς υποστήριξη της κατηγορίας δηλώνοντας παρόντες σε κάθε στάδιο της έρευνας προκειμένου να εξεταστεί ουσιωδώς και προς κάθε κατεύθυνση η υπόθεση και να αποδοθούν ευθύνες σε όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.
Για το λόγο αυτό τις επόμενες ημέρες αναμένεται να καταθέσουν υπομνήματα ζητώντας από τον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό να προχωρήσει σε προανακριτικές ενέργειες ,νέες ή συμπληρωματικές, συνδράμοντας και εκείνοι από την πλευρά τους το έργο της δικαιοσύνης για την αποκάλυψη της αλήθειας.
Από την πλευρά του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Αχιλλέας Ζήσης συνεχίζει να μελετά το σύνολο του αποδεικτικού που έχει στα χέρια του , ενώ το μεγάλο ερώτημα – που επί του παρόντος παραμένει χωρίς απάντηση – , είναι αν θα υπάρξει και νέος κύκλος εξέτασης υπόπτων πέραν από τους τέσσερις επιχειρηματίες , εκπροσώπους εταιρείων που ελέγχονται ποινικά καθώς και αν ο προβολέας της αναζήτησης τυχόν ευθυνών θα στραφεί και προς την ΕΥΠ.
Πάντως, όπως λένε πηγές καλά ενημερωμένες, το γεγονός ότι τα κεντρικά πρόσωπα από το χώρο της συγκεκριμένης υπηρεσίας εξετάστηκαν ως μάρτυρες δείχνει ότι τουλάχιστον επί του παρόντος η ΕΥΠ παραμένει στο απυρόβλητο.
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες οι δύο πραγματογνώμονες ζήτησαν από την ΕΥΠ πληροφορίες για να γίνει η διασταύρωση ανάμεσα στην αποκαλούμενη «λίστα Μενουδάκου» (σ.σ. με τα πρόσωπα εκείνα που είχε εντοπιστεί στο τηλέφωνό τους το κακόβουλο λογισμικό “Predator” ) και στα πρόσωπα εκείνα τα οποία είχαν τεθεί υπό παρακολούθηση από την ΕΥΠ.
Συγκεκριμένα, κατά τις ίδιες πληροφορίες, ζήτησαν να ενημερωθούν για πόσους από τους 116 ταυτοποιημένους τηλεφωνικούς αριθμούς, κατά το χρονικό διάστημα από το 2020 μέχρι το 2023 είχε εκδοθεί διάταξη περί άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον, ζήτησαν και έλαβαν στοιχεία για τον ακριβή αριθμό των διατάξεων που είχαν εκδοθεί το ίδιο χρονικό διάστημα .
Τα ευρήματα ήταν αποκαλυπτικά : Από τους 116 ταυτοποιημένους αριθμούς για 28 είχε εκδοθεί τουλάχιστον μία διάταξη άρσης απορρήτου επικοινωνιών , διαπίστωση που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ποσοστό κοινών στόχων Predator και ΕΥΠ ανέρχεται στο περίπου 24 %. Οι ίδιοι πραγματογνώμονες όμως, συνεχίζουν , όπως λένε πηγές, τη σκέψη τους και αφού έχουν καταμετρημένες συνολικά 181 διατάξεις για παρακολούθηση «στόχων» από την ΕΥΠ συγκρίνουν αυτό τον αριθμό με το σύνολο των εισαγγελικών διατάξεων στην τριετία 2020-2023 , που ανερχόταν σε 15.304 .
Και έτσι η αρχική εκτίμηση αλλάζει άρδην συγκρινόμενη όχι με τον αριθμό των τυποποιημένων αριθμών , αλλά με την μεγάλη εικόνα του συνόλου των διατάξεων ,με αποτέλεσμα το κρίσιμο ποσοστό να μειώνεται στο περίπου 1%.
Υπό αυτό το πρίσμα άλλωστε οι πραγματογνώμονες φέρονται στο «δια ταύτα «της έκθεσής τους να συμφωνούν πως τα στοιχεία δεν συνηγορούν ότι υπάρχει ικανή δεξαμενή που θα μπορούσε να οδηγήσει σε συσχέτιση των νόμιμων επισυνδέσεων και των επιμολύνσεων .
Από την πλευρά τους πάντως νομικές πηγές , που έχουν γνώση της υπόθεσης , εκτιμούν ότι η υπαγωγή αυτή επί της ουσίας αλλοιώνει τα πραγματικά ευρήματα της έρευνας ,με στόχο να υποβαθμιστεί το ποσοστό ταύτισης του 24 % που οι ίδιοι οι πραγματογνώμονες διαπίστωσαν και προσθέτουν ότι για να έχει κανείς πλήρη εικόνα θα πρέπει η ταύτιση να συνεχιστεί και προς την πλευρά των παρόχων κινητής τηλεφωνίας. Οι ίδιες πηγές επικαλούνται μάλιστα το πόρισμα της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων που αναφέρει ότι 92 τηλεφωνικοί αριθμοί έλαβαν μήνυμα SMS με επιμολυσμένο περιεχόμενο , επισημαίνοντας ότι πάνω από 120 μηνύματα πιθανολογείται ότι έχουν σταλεί για λόγους δοκιμής προς αταυτοποίητα κινητά προσωρινής, σύντομης χρήσης (“burner phones”). Με βάση αυτά τα δεδομένα προσθέτουν η ταυτοποίηση θα έπρεπε να γίνει αφού αφαιρεθούν τα αταυτοποίητα κινητά, γεγονός που εκ των πραγμάτων θα αύξανε κατά πολύ και το ποσοστό των διπλών στόχων .Και επιπλέον οι ίδιες πηγές επισημαίνουν ότι θα ήταν χρήσιμο η έρευνα να μη σταματήσει στη ΕΥΠ αλλά να γίνει και στους παρόχους κινητής τηλεφωνίας όπου έφταναν και οι σχετικές διατάξεις.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι το τελικό συμπέρασμα της επίμαχης πραγματογνωμοσύνης φέρονται να επικαλούνται οι περισσότεροι από τους τέσσερις που εξετάστηκαν με την ιδιότητα του υπόπτου τέλεσης αξιοποίνων πράξεων . Με τα υπομνήματα παροχής εξηγήσεων που κατέθεσαν ,μέσω των πληρεξούσιων δικηγόρων τους , αρνούνται οποιαδήποτε ανάμειξή τους με το Predator, αρνούνται ότι είχαν υπογράψει οι εταιρείες που εκπροσωπούσαν συμβάσεις με την ΕΥΠ που να παραβιάζουν τον ποινικό νόμο κάνοντας λόγο για εργαλειοποίηση διαφόρων ρεπορτάζ μέσων ενημέρωσης . Όλοι τους ζητούν από τον ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό να αρχειοθετήσει την υπόθεση. Υπενθυμίζεται ότι ο Αχ.Ζήσης θα συντάξει πόρισμα στο τέλος της έρευνάς του, αλλά τον τελευταίο λόγο θα τον έχει η ίδια η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεωργία Αδειλίνη η οποία θα αποφασίσει και για την περαιτέρω ποινική αξιολόγηση της υπόθεσης .
Για πρώτη φορά εξετάστηκαν ενώπιον της δικαιοσύνης πρόσωπα που είχαν εκ της θεσμικής τους θέσης κεντρικό ρόλο στην υπόθεση όπως, ο πρώην γενικός γραμματέας του Πρωθυπουργού Γρηγόρης Δημητριάδης, ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ Παναγιώτης Κοντολέων και η τότε εισαγγελέας της ΕΥΠ Βασιλική Βλάχου.
Πληροφορίες αναφέρουν ότι στις καταθέσεις τους αναφέρθηκαν ο καθένας στο ρόλο που είχαν αρνούμενοι ότι γνώριζαν το παραμικρό για την υπόθεση που οδήγησε στην κλήση τους ενώπιον του ανώτατου εισαγγελικού λειτουργού.
Όπως αναφέρουν πληροφορίες ο πρώην διοικητής της ΕΥΠ ήταν κατηγορηματικός αναφέροντας ότι η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών ούτε αγόρασε, ούτε ενοίκιασε, ούτε έκανε χρήση παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού predator.
Σχετικά με την ενημέρωση των πολιτικών του προϊσταμένων ο κ. Κοντολέων φέρεται να είπε πως ουδέποτε ούτε οι πολιτικοί του προϊστάμενοι ,Γενικός Γραμματέας και Πρωθυπουργός, σε θέματα επιχειρησιακά (συγκέντρωση πηλοφοριών, επιλογή στόχων, μεθόδων, έκδοση Εισαγγελικών Διατάξεων κλπ) δεν είχαν καμία ενημέρωση από τον ίδιο , ούτε κι οι ίδιοι το ζήτησαν ποτέ.
Στη δική της κατάθεση η πρώην εισαγγελέας της ΕΥΠ Βασιλική Βλάχου αναφέρθηκε με τη σειρά της στα βήματα που ακολουθούνται για την έκδοση εισαγγελικής διάταξης για νόμιμη επισύνδεση και στη συνέχεια απέκλεισε μέσα στις εγκαταστάσεις της ΕΥΠ να υπήρξε μηχανισμός παράνομου κατασκοπευτικού λογισμικού predator ή άλλου παράνομου λογισμικού.
Σχετικά με τις φερόμενες υποκλοπές που φέρονται να έλαβαν χώρα σύμφωνα με δημοσιεύματα του τύπου έντυπου και ηλεκτρονικού με τον ίδιο κατηγορηματικό τρόπο η κυρία Βλάχου φέρεται να απέκλεισε τη συμμετοχή κάποιου υπηρεσιακού παράγοντα από την ΕΥΠ.
Ο Γρηγόρης Δημητριάδης στην δική του κατάθεση αναφέρεται στο γεγονός ότι από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ), καθημερινά αποστέλλονταν και παραλάμβανε το σταθερό ενημερωτικό καθώς και ενημερώσεις τα οποία στη συνέχεια τα παρέδιδε στον Πρωθυπουργό, ουδέποτε δε τον ενημέρωσε ο Διοικητής ή κάποιος άλλος για επισυνδέσεις κάποιου προσώπου. Επιπλέον αρνήθηκε ότι είχε οποιαδήποτε ενημέρωση για την έκδοση εισαγγελικών διατάξεων νόμιμης επισύνδεσης, για ποια πρόσωπα αφορούν οι διατάξεις, χρονικά διαστήματα αυτών, τους λόγους έκδοσης αυτών και γενικότερα για όλη τη διαδικασία που προηγείται της έκδοσης εισαγγελικής διάταξης.
Ο Γρηγόρης Δημητριάδης κατέθεσε πως ούτε η ΕΥΠ αλλά ούτε και οποιαδήποτε άλλη Υπηρεσία (ΔΑΕΒ-Αντιτρομοκρατική, ΔΙΔΑΠ κλπ) ουδέποτε προμηθεύτηκε οποιοδήποτε παράνομο λογισμικό τύπου Predator αλλά και ούτε έγινε χρήση του ως άνω λογισμικού και οποιουδήποτε άλλου από τις ως άνω Υπηρεσίες .
Σχετικά με τα επίμαχα μηνύματα – sms- που περιείχαν συνδέσμους που μόλυναν το κινητό παραλήπτη με το λογισμικό Predator, και στάλθηκαν τις ημέρες της ονομαστικής εορτής του , ο μάρτυρας αρνήθηκε ότι ήταν ο ίδιος αποστολέας, αλλά άλλο άγνωστο άτομο. Επικαλείται μάλιστα και σχετικό έγγραφο της Αρχής Προσωπικών Δεδομένων που ερεύνησε και διαπίστωσε ότι το επίμαχο μήνυμα έχει αποσταλεί μέσω υπηρεσιών διαδικτύου, με χρήση παραπλανητικών καρτών.